Άυλο
ένδυμα / ρόδι που δεν είδα
Η ποιητική ενόραση του Συμεών, διαθέτει τις λέξεις
και την παραμυθία τους. Η πληγή που γίνεται πηγή, ο θρήνος του γρύλλου κι ο
ίμερος του τζίτζικα, η ευωδιά του γιασεμιού και το θρόισμα της κλαίουσας, η
θάλασσα απ’ το μπαλκόνι του κελιού, η ακριβή επίσκεψη της πανσελήνου, η νύχτα. Η
φιλοτέχνηση των στίχων δεν υπηρετεί, στην περίπτωσή του, κάποια εγκεφαλική ιδέα,
αλλά την πλήρωση μιας απόλαυσης παραμυθητικής. Η εμπειρία του κόσμου που ιχνογραφείται
στην ψυχική του εντύπωση και στις εσωτερικές του αντανακλάσεις. Στίχοι που στοιχειώνουν
ένα α-δύνατο πέρασμα από το ορατό στο αόρατο, και διαγράφουν τη συγκίνηση αυτής
της μεταβολής. Η συγκίνηση του ποιήματος που ’ναι η συν-κίνηση της γραφής του, η
φιλοτέχνησή του σ’ ένα γλωσσικό αποθησαύρισμα που ανανεώνει συνεχώς το
κατατεθειμένο του ίχνος.
Μοναχός
μιλώ / με το μελάνι μόνος / είμαι ντυμένος
Το ιμάτιον
μέλαν του Συμεών είναι το μελάνι της γραφής του. Οι ποιητικές εναισθήσεις
του, απ’ τα ποιητικά πεζά του, όπως η Παραμυθία,
ή το Πληγής Λιβάς, δυσεύρετα, δυστυχώς,
σήμερα κείμενα που θα άξιζε να συγκεντρωθούν σ’ έναν τόμο, μέχρι τα ποιήματα απ’ το Συμεών μνήμα, κι όσα
μετά θα ακολουθήσουν, σημαίνουν μια διάσταση του κόσμου που μένει ανεικόνιστη
και ανήκουστη πάντα, έναν κόσμο που ’χει ανάγκη τις εικόνες της εμπειρίας του
για να αναλωθεί στο φως και στους ήχους των φωνών του, στην απειρία δηλαδή μιας
αϋλότητας. Είναι ποιήματα που αποδίδουν τον κόσμο στο φως και αποδίδουν το φως.
Μια γραφή που εγγράφει τα πράγματα, στο φωτεινό τους πεπρωμένο, στην
αναμνημόνευσή τους, σ’ αυτή, εν τέλει, την αλήθειά τους.
Πάντα
χαμένος / δρόμο κρυφό βαδίζει / ένας ποιητής
Στο κελί της γραφής το πεπρωμένο του ποιητή είναι η
οριστική του αναχώρηση. Όσο κι αν περιδιαβαίνει μέσα στον κόσμο, η αφιέρωσή του
τον εξαιρεί απ’ αυτόν. Μια φασματική παρουσία, που ανήκει και δεν ανήκει, όπως
ανήκει και δεν ανήκει η γλώσσα για τον Derrida. Ένα πέρασμα μόνο, μια τροχιά
αποχωρισμού, εκεί όπου η γραφή συγκλίνει, στο ιχνογράφημα του κόσμου, στον τόπο
της απουσίας. Απ’ το ταξίδι του Basho στο Βορρά, μέχρι τις νυχτερινές
περιπλανήσεις του Lenz, κι αυτές τώρα τις μοναχικές διαμονές του Συμεών στα
εφήμερα καταλύματα του κόσμου, όλα διαγράφουν μια μαρτυρία αποξένωσης, μιαν αναχώρηση,
έναν αποχαιρετισμό. «Το χαϊκού του χθες
είναι το ποίημα αποχαιρετισμού του σήμερα. Το σημερινό είναι το ποίημα αποχαιρετισμού
της αύριον. Δεν έχω γράψει κανέναν στίχο στη ζωή μου που να μην είναι το
αποχαιρετιστήριο ποίημα μου», θα πει ο Basho.
Αρπάζεις
πάλιν / άνεμε καθώς φυσάς / άλλο αίσθημα
Ο Συμεών κομίζει στη γλώσσα μας έναν μοναδικό ποιητικό
τόνο. Δοκιμαζόμενος σε μια παράδοση άσκησης, αλλά και σε μια υπερβολή
αισθαντικότητας, καταθέτει μια διαφορά. Τη διαφορά μιας φωνής που εξέρχεται κι
αφιερώνει το ποίημα, στο ανάγλυφο της συγκίνησής της. Οι στίχοι έτσι, ενώ
διασώζουν όλη την ακρώρεια της καταδικής τους κατάστασης, κατορθώνουν ν’
αναγγέλλονται στην οικειότητα κάποιων εικόνων. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν
γλωσσικό τροπισμό, όπου ο στίχος εξαντλείται στις μετωνυμικές του εξάρσεις και
στις μεταληπτικές του εκδοχές. Εικόνες που μέσα στην καθαρότητά τους,
εικονίζουν αυτό το εφήμερο του κόσμου που διαφεύγει. Μια περιρρέουσα συγκίνηση
που καθιερώνει και το συμβάν της ποιητικής καταγραφής της.
Η γραφή διεγείρει, δοκιμαζόμενη, αυτήν ακριβώς τη συγκίνηση, το προαιώνιο ρίγος
του κόσμου. Ανάμεσα στους στίχους, κι ανάμεσα στις λέξεις, αυτό που μόλις κι εισακούεται
είναι αυτή η συμπαντική σιωπή που διατρέχει αστραποβόλα τη γραφή και τις
εικόνες της. Είναι αυτό το αστραποβόλημα, το ακαριαίο της φωτοχυσίας του, που εγγράφει
και το ίχνος του κόσμου στην οραματική εργασία των στίχων. Δεν έχουμε να
κάνουμε στα χαϊκού και στ' άλλα ποιήματα του Συμεών με αναπαραστάσεις απλώς του κόσμου, υλικού ή
ψυχικού, όσο με την παράσταση μιας γλώσσας που αποχωρίζεται
διαρκώς τον κόσμο, εγκολπώνοντας όμως τη σαγήνη του. Σαν η αποκάλυψη να ’ναι
μαζί και μια απόκρυψη, μια απο-κάλυψη, αυτήν η προσδοκία της μόνο.
Θάλασσα
λαμπρή / καρδιά χίλια κύματα / πάλιν και πάλιν
Τα ποιήματα του Συμεών είναι καταλαμβανόμενα απ’
αυτή τη σαγήνη. Μια ποιητική γραφή που διασώζει ένα μετουσιωτικό παρόν, που γίνεται
ένα αποκαλυπτικό παρόν, μια ισχυρή δυνατότητα παρόντος, εδώ πάλιν αυτή η
παράδοση των χαϊκού, που όμως η σημασία της εγγράφεται τώρα στην απόσυρση
ακριβώς αυτού του παρόντος, και στην καταβύθισή του σ’ αυτό που υπερέχει και
συνέχει τα πράγματα, και γι αυτό σε μια σημασία που δεν διασώζει καμιά σημασία,
παρά το σινιάλο μόνο της απόσυρσής της. Τα πράγματα εδώ ανακτούν την καθαρότητά
τους, την πρωταρχική τους συγκίνηση, τη συγκίνηση της καταγωγικής τους
μοναξιάς, που τα δι-εγείρει κι αποδίδει μαζί. Ο τόπος της γραφής του Συμεών
είναι αυτή η αποκαλυπτική στάση του πράγματος. Η ανάδυσή του στη παραμυθητική
του διάσταση, στις αντηχήσεις του, και στις παραναγνώσεις του, σε μια ακολουθία
που μεταστοιχειώνει τον κόσμο. Είναι αδύνατον να μιλήσεις για την αλλότητα
αυτής της εμπειρίας, παρά μόνον να δοκιμάζεσαι απ’ αυτήν. Να δοκιμάζεσαι πάνω
στο ήδη κατατεθειμένο κι ειπωμένο, που φέρει όμως μέσα του τ’ ανείπωτο. Οι
εικόνες έτσι του Συμεών, στο κατώφλι αυτής της εξόδου, αναλαμβάνουν την
εκστατική τους στιγμή και γι’ αυτό τη διαλεκτική τους σημασία. Είναι τα
πράγματα που αναλίσκονται στην αλήθεια τους, που ’ναι κι ο ορίζοντας της
απεύθυνσής τους.
Βαθιά
καρδιά / εκεί μέσα / παλιά καλύβα / όπου υπάρχω
Η ενδοχώρα
των ποιημάτων του Συμεών είναι ένας τόπος αποκαλυψιακός, ένας τόπος αποκάλυψης
ονομάτων. Γιατί οι λέξεις που αναγγέλλει αναγγέλλουν τ’ όνομα Του σ’ όλα τα
ονόματα του κόσμου. Το περιβάλλον των στίχων του είναι ένα ένθεο περιβάλλον. Τα
πάντα προδίδουν τη καταγωγή τους, το μεταφυσικό τους εύρος, τη παραμυθητική
τους απόλαυση. Σαν η ποίηση να ’ναι το χνάρι του Θεού πάνω στη γλώσσα του
ανθρώπου, η μοναδική δυνατότητα να υπερβεί τα όρια της και να γίνει αυτή η
απειρία της απεύθυνσης, η προσήλωσή της στην έλξη του Έξω. Το ποίημα έτσι,
είναι εξαίρεση, ακόμη και μέσα στον γλωσσικό τύπο που καθιερώνει. Τα «χαϊκού»
του Συμεών, σ’ αυτές τις μετωνυμικές τους εξάρσεις, εγκαταλείπονται μανικά σ’
αυτήν έλξη, στην άσκηση της εκκεντρικότητάς της. Ο Rilke συνομιλεί με αγγέλους, κι ο
Σικελιανός ιερουργεί, αλλά και το αλλιώς
είναι του Levinas, το dictamen του Benjamin, όλα απέλπιδες,
μα και γενναίες προσπάθειες, να αναλάβει η γλώσσα τη πρωταρχική κι απολεσθείσα
φωνή της. Ο Benjamin μάλιστα θα το πει καθαρά: τη παραδείσια φωνή της, τη πνοή λοιπόν της
πρώτης απεύθυνσης.
Σιγά
νυχτώνει / σε αναπολώ / και κυματίζουν / ήσυχα νερά
Τα ολιγόστιχα ποιήματα του Συμεών έχουν έναν
χαρακτήρα διαλογικό. Είναι απευθύνσεις που σκορπίζονται στον αέρα, καθώς άνεμος απλώς φυσά, αν και σε
κοιτούν καταπρόσωπο. Εκεί εδράζεται κι ο μεταφυσικός τους χαρακτήρας, στη
συνομιλία που εγείρουν, στη μυστική εμπειρία του άλλου. Η ευωδιά έτσι της
μαγνόλιας, το τιττύβισμα του πουλιού, το θρόισμα του δάσους, η απαλή λάμψη της πανσελήνου,
η αύρα που ’ρχεται απ’ τη θάλασσα, όλα είναι εγγύτητες που απομακρύνονται, κι απέλπιδα
σινιάλα προς τον αναγνώστη. Η απειρία του κόσμου που ’ναι κι η απειρία της
απεύθυνσής του. Μια εσωτερικότητα, που η πραγματικότητα τη διαβάλλει στη
πολυσημία και πολυφωνία της, και το ποίημα που αντιστέκεται σ’ αυτή τη
μεταβολή, που πιστοποιεί διαρκώς τη μυστικότητα του άλλου, αυτόν τον ιερό του
χαρακτήρα. Όλα μοιάζουν να είναι, είναι! μοναδικές επισκέψεις αυτού του άλλου,
στη μυστική του διάσταση και σ’ αυτή την εγρήγορση του ποιήματος. Η γραφή ως
μια δεξίωση μοναδική.