Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Το ανεκλάλητο της αγωνίας



Simone Weil
Το πρόσωπο και το ιερό
Μετάφραση: Σταύρος Ζουμπουλάκης
Εκδόσεις Πόλις

   Στο Πρόσωπο και το ιερό,  ένα απ’ τα τελευταία πυρετικά κείμενα της Simone Weil, η φιλόσοφος στρέφεται εναντίον της ιδέας της ιερότητας του προσώπου. Μια θέση της περσοναλιστικής φιλοσοφίας που αναγνώριζε τη μοναδικότητα του ανθρωπίνου προσώπου και τη διακριτή του σχέση με την κοινωνία. Η Βέιλ, παραδόξως, προσάπτει στη συγκεκριμένη σκέψη τα ακριβώς αντίθετα απ’ αυτά που οι εκπρόσωποί της πρεσβεύουν. Η πολεμική της διάθεση κι η περιθωριακή της θέση, δεν της επιτρέπουν να διακρίνει σωστά και ν’ αναγνωρίσει στο περσοναλισμό ίχνη και της δικής της αγωνίας. Γιατί η ιδέα του προσώπου, πρεσβεύει τον πολιτισμό μιας άλλης κοινωνίας, που δεν είναι απλώς το άθροισμα κάποιων απρόσωπων μονάδων, μια καταδυνάστευση που αντιμαχόταν η Βέιλ, αλλά μια κοινωνία ελεύθερων και μοναδικών προσώπων. Οι παρανοήσεις και παρεξηγήσεις όμως μέσα στο έργο της αφθονούν και εν τέλει δεν έχουν και μεγάλη σημασία, σημασία έχει η Βέιλ. «Η συμφωνία και η απόρριψη», θα σημειώσει ο Eliot, προλογίζοντάς της Το ρίζωμα, «είναι δευτερεύουσας σημασίας: εκείνο που μετράει είναι η επαφή με μια σπουδαία ψυχή».
   Το ιερό για την Βέιλ δεν ανιχνεύεται έτσι στο πρόσωπο του ανθρώπου, σ’ αυτή τη διάκριση των περσοναλιστών, αλλά σ’ αυτό που σκανδαλωδώς θα ονομάσει η ίδια απρόσωπο. Ένα απρόσωπο που διακατέχει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, μια πνοή, ένα αιθέριο κύμα, που τον διεγείρει κι απολύει μαζί. Η αδύναμη κραυγή ενός εκπεπτωκότου και βασανιζόμενου πλάσματος, που εγκαταλείπεται ανίσχυρο στην ανεκλάλητη αγωνία του. Μια αγωνία που μας καθιστά άκρως υπεύθυνους, γιατί πρόκειται για μια κραυγή «που αντηχεί μόνο στα μύχια της καρδιάς». Το ιερό για την Βέιλ είναι το αγαθό κι η πολιτική οφείλει να είναι πάντα μια πολιτική υπεράσπισής του. Μια πολιτική ακραίας όμως προσοχής και διάκρισης γιατί «το πέρασμα στο απρόσωπο γίνεται μονάχα με ένα είδος προσοχής σπάνιας ποιότητας και η οποία δεν είναι δυνατή παρά μόνο στη μοναξιά».  Η Βέιλ προσδοκά έτσι το συμβάν, όπως θα λέγαμε σήμερα, την αδύνατη πολιτική «ενός θεσμικού συστήματος που να προωθεί όσο γίνεται περισσότερο στις επιτελικές θέσεις ανθρώπους ικανούς και πρόθυμους να την ακούσουν αυτή την κραυγή και να την καταλάβουν».
   Εδώ ακριβώς που αναγνωρίζεται κι ο φιλοσοφικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός της Βέιλ, όταν απέναντι στην αδιαφορία των κρατικών δικαιωματικών πολιτικών, αυτή αντιτάσσει το αδύνατο, την ακρόαση του ανεκλάλητου και την εκδήλωση μίας αγάπης υπερφυσικής. «Δεν φαντάζεται κανείς», υποστηρίζει η Βέιλ, «τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης να μιλάει για δικαιώματα». Όσοι, για την Βέιλ, μιλούν για τα δικαιώματα του ανθρώπου ανήκουν στην κατηγορία των προνομιούχων, αυτών ακριβώς που δεν μπορούν να δουν κατά πρόσωπο τη δυστυχισμένη ύπαρξη, μια ύπαρξη βουβή κι ανίκανη κάθε διεκδίκησης. «Η δυστυχία είναι από μόνη της άναρθρη. Οι δυστυχισμένοι ικετεύουν σιωπηλά να τους δώσει κάποιος τις λέξεις για να εκφραστούν. Υπάρχουν εποχές που δεν εισακούονται. Υπάρχουν άλλες όπου οι λέξεις τους προφέρονται, αλλά καλοδιαλεγμένες, γιατί αυτοί που τις επιλέγουν είναι ξένοι προς τη δυστυχία που διερμηνεύουν». Η φιλοσοφική εκκεντρικότητα της Βέιλ, αυτός ο ιδιαίτερος ριζοσπαστισμός της, ενισχύεται κι απ’ το γεγονός ότι εκ-δηλώνεται μέσα στη παραζάλη της ναζιστικής βαρβαρότητας κι όταν ο υπόλοιπος κόσμος αναζητούσε μια νέα διατύπωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επισημαίνει κι ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο επίμετρο του βιβλίου. Η Βέιλ όμως στην μαχητική της έξαψη δείχνει να μην καταλαβαίνει τίποτε, παραμένει ασύντακτη, προσηλωμένη, ολομόναχη, στα πνευματικά της παραδείγματα, στο ανυπέρβλητο της αγάπης τους που καινοτομεί μέσα στη ζωή των ανθρώπων. Υπάρχει ένα όριο που για την Βέιλ αξίζει να διασκελιστεί, μια μεθόριος της πραγματικότητας που δρασκελίζοντάς την δεν είσαι πλέον ο ίδιος, είσαι ένας άλλος, ένα φάντασμα μέσα στον κόσμο, ένας ήρωας, ένας άγιος, ένα πνεύμα ξεχωριστό, όπως η Αντιγόνη, ή ο Φραγκίσκος της Ασίζης, αυτός, εν τέλει, ο Χριστός. Μοναδικά για τη Βέιλ παραδείγματα που επενεργούν «όπως οι καταλύτες ή τα βακτήρια, και μόνο με την παρουσία τους μέσα στον κόσμο».
   Η Βέιλ παραμένει προσηλωμένη στο παράδειγμα του Χριστού, στο μαρτύριο του Σταυρού του. Μοιάζει καθηλωμένη στη σαγήνη αυτού του σχήματος, στη μωρία της θυσιαστικής του αγάπης. Και είναι αυτή η μυστική της εμπειρία που καθιστά το έργο της μοναδικό στην ιστορία της σκέψης. Μια αρπαγή που την αποσύρει απ’ την ατομικότητά της και την εκθέτει σε μια ακρώρεια υπαρκτική, όπου η σκέψη διανοίγεται στον Άλλον, σ’ ένα επέκεινα, που δεν είναι πια αυτός ο περίγυρος του κόσμου, αλλά αυτή η ίδια η μόνωση κι η σιωπή, απαραίτητες προϋποθέσεις και τα δύο για την Βέιλ γι’ αυτή τη δεξίωση του άλλου. Η Βέιλ είναι ακατάτακτη στο χώρο της φιλοσοφίας, γιατί είναι μεταμορφωμένη. Δεν είναι ο λόγος της, είναι η ίδια η παρουσία της, αυτό το ισχνό αλλά ρωμαλέο κορίτσι που ήταν μπροστά σ’ όλες τις μάχες, και σ’ αυτή, κυρίως, της ακραίας της δοκιμασίας με το λόγο Εκείνου. Η Βέιλ φιλοσοφώντας δεν φιλοσοφεί, δεν εγκλωβίζεται σε συστήματα σκέψης, ούτε εγκαθιδρύει ο λόγος της καινούργια, ούτε μιλώντας για τους δυστυχισμένους προτρέπει ηθικά, εκθέτει μόνο την οντολογική μεταβολή της, τη διαστροφή της, το δικό της ανεκλάλητο, τη νέα φυσιολογία της, που την αποσύρει απ’ τον κόσμο, διαθέτοντάς την όμως αναπόδραστα σ’ αυτόν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου