Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Κληρονομιές του ανήκειν



Simone Weil 
Aνάγκη για ρίζες 
Μετάφραση: Μαρία Μαλαφέκα 
Εκδόσεις Κέδρος 

    Το «Ανάγκη για ρίζες», (L' Enracinement), είναι το τελευταίο έργο της Σιμόν Βέιλ. Το γράφει, λίγο πριν πεθάνει, το 1943, κι ενώ εργαζόταν για την γαλλική αντίσταση στο Λονδίνο. Τα κεφάλαια του συντάσσονται «για την ανοικοδόμηση της πατρίδας στην ειρήνη», ένας καθοδηγητικός αλλά και παραμυθητικός λόγος, που εκθέτει τις αντοχές και υποχωρήσεις του γαλλικού πνεύματος. Απευθύνεται σ’ έναν ταλαιπωρημένο, υπό κατοχή λαό, διακηρύσσοντας του έναν πατριωτισμό της συμπόνιας κι όχι του μεγαλείου. Για κάτι που φύεται απαλά απ’ το έδαφος, αυτή η αγάπη των Γάλλων για τη γη, που βλασταίνει κι ανθοφορεί κάποιες εποχές και υποχωρεί κάποιες άλλες.
   Η ανθρώπινη μοίρα, επιβάλει, για την Βέιλ, το σεβασμό μας απέναντι στον άνθρωπο. Κάτι που οφείλει να είναι και η μοναδική στοχοπροσήλωση όλων των πολιτικών μας. Οι ανάγκες του ανθρώπου, υλικές και πνευματικές, εγγράφονται έτσι στον ορίζοντα αυτής της ευθύνης. Και το ρίζωμα, είναι, για την Βέιλ, μία απ’ τις σημαντικότερες ανάγκες της ψυχής. Ένα ρίζωμα στη γη, στη γλώσσα, στην ιστορία. Το αντικείμενο της Βέιλ είναι αυτό: ο άνθρωπος της ιστορίας, ο συγκεκριμένος άνθρωπος, ο πάσχων το παρόν του, κι όχι η αφηρημένη του ιδέα.  Το ρίζωμα εγγράφει τον άνθρωπο στην ιστορία του, τον εντάσσει στο χωροχρονικό του πλαίσιο, ένα πλαίσιο που καθορίζει και τον ορίζοντα των προσδοκιών του. Ο ξεριζωμένος, είναι έτσι, ένα ευάλωτο ον, μιας κι έχει απολέσει αυτήν ακριβώς τη πραγματικότητα των αναφορών του, το οικείο του πλαίσιο, την ίδια την ταυτότητά του. Η Βέιλ αντιστέκεται στο ξερίζωμα του, που δεν το εντοπίζει μόνο στην πρόσφατη οικονομία του Καπιταλισμού, αλλά το ανιχνεύει ήδη στη ρωμαϊκή εποχή και γενικότερα στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές των αυτοκρατοριών. Με τη γενεαλόγηση μάλιστα αυτή καταθέτει στο βιβλίο της σελίδες μοναδικής οξυδέρκειας.
    «Μόνο ο άνθρωπος έχει αιώνια μοίρα. Οι ανθρώπινες συλλογικότητες δεν έχουν. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν απέναντί τους άμεσες υποχρεώσεις που να είναι αιώνιες. Το μόνο καθήκον είναι προς τον άνθρωπο ως ανθρώπινο ον». Για την Βέιλ υπάρχει ο άνθρωπος, και οι επείγουσες ζωτικές του ανάγκες. Κι οι συλλογικότητες έχουν νόημα  μόνον όταν εξυπηρετούν αυτές ακριβώς τις ανάγκες και πάλι χωρίς να ακουμπούν στο ελάχιστο κάτι απ’ την αλήθεια του. Η Βέιλ απεχθανόταν κάθε μορφής συλλογικότητας, που δεν ήταν γι’ αυτήν τίποτε άλλο παρά ένας ολοκληρωτισμός, ο ολοκληρωτισμός των μοντέρνων καιρών. Το θεμέλιο του ανθρώπου αλλά κι η θεμελίωση της ευθύνης μας απέναντι σ’ αυτόν, εδράζονται σε μια ιστορημένη αγωνία, αλλά και σ’ ένα πέραν αυτής, σ’ ένα πέραν που θα γίνει για τη Βέιλ κι η σταθερή της αναφορά, το πυρετικό της όραμα. Το ανθρώπινο που αναγνωρίζει την αλήθειά του σ’ ένα μοναδικό, θυσιαστικό παράδειγμα, υπέρβασης και μετοχής: στο σταυρικό θάνατο του Χριστού και στη κοινωνία που αυτός εγκαινιάζει. «Νομοτελειακά κάποια μέρα η Σιμόν Βέιλ θα συναντούσε τον Χριστό, αφού το παράδειγμά της και η διδασκαλία της, στο σύνολό τους, τείνουν στον ίδιο στόχο με τα δικά του: να αποκαλυφθούμε πλήρως στον εαυτό μας», θα σημειώσει, στο βιβλίο του γι αυτήν, ο Ζακ Ζιλιάρ. Η Βέιλ έτσι πυρώνει και αληθεύει το λόγο της μέσα στη μυστικιστική παράδοση, στη φλόγωση του υπερβατικού της χαρακτήρα. Σ’ αυτή την ακρότητα που θα δοκιμάσει κι όλες τις πολιτικές του ανθρώπου βγάζοντάς τες σκάρτες. «Το θαυμαστό στην περίπτωση των μυστικιστών και των αγίων δεν είναι ότι έχουν περισσότερη ζωή, μια ζωή πιο έντονη απ’ τους άλλους, αλλά ότι η αλήθεια έχει γίνει μέσα τους ζωή… Πλάσματα που παρά τη σάρκα και το αίμα διάβηκαν εσωτερικά ένα όριο αντίστοιχο του θανάτου, λαμβάνουν πέρα απ’ αυτό μιαν άλλη ζωή, που δεν είναι αρχικά ζωή, αλλά που είναι αρχικά αλήθεια. Αλήθεια που έγινε ζωντανή. Αληθινή όπως ο θάνατος και ζωντανή όπως η ζωή».
   Η Βέιλ δεν γίνεται όμως χριστιανή, μένει στη διακινδύνευση αυτής της Πίστης, κι έκανε αυτό που δεν τόλμησε, κατά δήλωση της, να κάνει ο Πασκάλ: «να διατρέξει τον κίνδυνο να μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τον Χριστιανισμό». «Προκειμένου το θρησκευτικό αίσθημα να απορρέει από το πνεύμα της αλήθειας, πρέπει να είναι κανείς πλήρως έτοιμος να εγκαταλείψει τη θρησκεία του, έστω κι αν έτσι χάσει κάθε λόγο ύπαρξης, στην περίπτωση που η θρησκεία του θα ήταν κάτι άλλο και όχι η αλήθεια».
   Η Βέιλ είναι αυτό το φάντασμα μέσα στον κόσμο, η φωτεινή της σκιά πάνω στ’ ανθρώπινο. Λίγο μετά τη συγγραφή του Ριζώματος, πεθαίνει από ασιτία, σ’ ένα σανατόριο στο Λονδίνο, συμπαραστεκόμενη στο υποσιτιζόμενο γαλλικό λαό. Μια φιλάσθενη ύπαρξη, ένα γενναίο κορίτσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου