Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Εξάρσεις του πνεύματος


Henry Bergson
Το όνειρο
Μετάφραση: Πολυξένη Ζινδριλή
Εκδόσεις Επέκεινα

   Το 1901, ο Henri Bergson, δίνει μια διάλεξη, στο Γενικό Ψυχολογικό Ινστιτούτο, με θέμα «Το όνειρο». Εκεί εκθέτει μια θέση περί ασυνειδήτου που δεν αφορά μόνο τον ψυχισμό του ανθρώπου αλλά κι αυτή την αδιαφανή ουσία του κόσμου. Μια σκοτεινή ενέργεια που αληθεύει το πραγματικό της και ανιχνεύεται σε συμβαντικές διεγέρσεις της συνείδησης. Η εύθραυστη εικονοποιία ενός λησμονημένου εαυτού που συγκροτεί και συνέχει την μυστική καταγωγή του. Οι εκδηλώσεις του είναι ασύνειδες αποκαλύψεις γιατί μνημονεύουν έναν κόσμο ήδη χαμένο, αυτή την καταγωγική αλλότητα του υποκειμένου. Ένα φασματικό περιβάλλον που αναδύει τα σημεία του και μας καταβυθίζει στην απορία του. Διεγέρσεις που προκαλούν το παρόν τους, τη στιγμιαία τους αλήθεια κι επιζητούν τη μνημόνευσή τους. Ελίσσονται στις πτυχώσεις του ύπνου και μορφοποιούν τις εικόνες τους, την αληθοφάνεια της φαντασματοποιίας τους. Είναι μια εργασία που λανθάνει της προσοχής μας, κι αυτό, γιατί, για τον Bergson, η προσοχή μας είναι πάντα ελλιπής και στραμμένη μόνο στην προφάνεια του κόσμου, σε αυτό που ο ίδιος θα ονομάσει «πρακτικά χρήσιμο». Υπάρχει όμως μια «αισθητή ύλη» μπροστά στα μάτια μας κατά τη διάρκεια του ύπνου: «φωτεινή σκόνη, οφθαλμικά φάσματα, φωτοψίες». Μια σκηνή του αοράτου που καθίσταται, κατά κάποιον τρόπο, ορατή. Κηλίδες του αμφιβληστροειδούς που σχηματοποιούν, όχι στη σαφήνεια της μέρας, αλλά στην αμφισημία της νύχτας, μία αντίληψη του κόσμου. Σκιαγραφήματα, που διαγράφονται στην ακαριαία τους λάμψη κι εξαχνίζονται στις φωτοχυσίες τους. Κατά τη διάρκεια του ύπνου οι αισθήσεις του υποκειμένου κι η συνείδηση του είναι ενεργά. «Ο ύπνος», ισχυρίζεται ο Bergson, «μας επαναφέρει στον εαυτό μας», σ’ έναν όμως ανακτημένο εαυτό, στον εαυτό μιας άλλης γλώσσας, μιας άλλης εγρήγορσης, όπως θα πει χαρακτηριστικά. Στο περιβάλλον του ύπνου το υποκείμενο ανακαλεί αναμνήσεις απολεσμένων του εμπειριών. Γιατί τίποτε, για τον Bergson, δεν χάνεται, όλα υποχωρούν στο ασυνείδητο και ανακαλούνται μυστικώς, «σαν αόρατα φαντάσματα που λαχταρούν να βγουν στο φως, αλλά δεν το προσπαθούν καν». Εδώ που ο φιλόσοφος κομίζει και μια κρίσιμη διαφορά, αυτή της αδιαφορίας. Το υπνωτισμένο υποκείμενο αδιαφορεί, εγκαταλείπεται, δεν αντιστέκεται, αφήνεται στο κατακλυσμιαίο εσωτερικό του, στην έλξη που το καθηλώνει. «Όλα γίνονται αδιάφορα. Δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε. Ο ύπνος είναι το ίδιο με την αδιαφορία». Ένας παραδομένος, μόνον, εαυτός που καταβυθίζεται στην καταγωγική λήθη της αλήθειάς του, στις διορατικές του εικόνες. «Υποθέστε ότι κοιμάμαι. Τότε αυτές οι ακίνητες αναμνήσεις , αισθανόμενες ότι απομακρύνω το εμπόδιο, ότι ανοίγω την καταπακτή που τις διατηρεί στο κατώγι της συνείδησης, τίθενται σε κίνηση. Σηκώνονται, αναταράσσονται, και εκτελούν, μέσα στη νύχτα του ασυνειδήτου, έναν τεράστιο μακάβριο χορό». Η εγκατάλειψη αυτή, στις «αναμνήσεις – φαντάσματα», δι-εγείρει μια υλικότητα, μια δυνατότητα κόσμου, την ποιητική της αποκάλυψής του. Η παθητικότητα μετατρέπεται έτσι σε ενεργητικότητα, σε μια γρηγορούσα συνείδηση που εντοπίζει τ’ ανεντόπιστο, την ανθεκτικότητα μιας πραγματικότητας που υπερέχει αοράτως. Το όνειρο είναι μια υπόσταση αυτού του αοράτου, μια αναπαράσταση του πνεύματος. Πρωταρχικές μορφές που υπομένουν τις διακρίσεις του καθημερινού λόγου και εν-τυπώνουν το βίωμά του. Η απόκοσμη έτσι ατμόσφαιρα του ονείρου αποδεικνύεται κι η πιο εγκόσμια, καθώς μαρτυρά την πιο βαθιά βίωση του πραγματικού, αυτές τις βαθιές και ανεξίτηλες χαράξεις του.
   Σε μιαν άλλη διάλεξή του με θέμα: «Φαντάσματα ζωντανών και ψυχική έρευνα», στην Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών του Λονδίνου, το 1913, και που εμπεριέχεται στον τόμο με τη διάλεξη για «Το όνειρο», ο Bergson, ανοίγει όλο το εύρος της μεταφυσικής του. Φαντάσματα, τηλεπάθειες, ψυχικές συγκινήσεις, συναισθηματικές εξάρσεις, είναι συμβάντα που μαρτυρούν για τον Bergson, τη πληθωρικότητα του πνευματικού κόσμου αλλά και των ασυνείδητων αντιλήψεών του. Η διάλεξη δίνεται με αφορμή την πρόταση της εταιρείας να αναλάβει ο Bergson το προεδρείο της. Ο ίδιος αρχικά διστάζει, μιας και «δεν είδε ούτε παρατήρησε ποτέ τίποτε», αλλά εκδηλώνει ευθύς αμέσως τον θαυμασμό του για τις εργασίες της εταιρείας και για την πίστη των ανθρώπων της. Πάντα πέραν του θετικισμού, ο Bergson, υπερασπίζεται την ευρύτητα του πνεύματος μπροστά στο πεπερασμένο του υλικού του φορέα. Ενός εξαντλημένου, εκ των επιστημών, αντικειμένου που αδυνατεί να μαρτυρήσει ό,τι διαφεύγει της μετρήσιμης και αποδείξιμης λογικής του. Εν μέσω αυτών των διασταυρούμενων πυρών, μεταξύ επιστημόνων και μεταφυσικών, ο Bergson θα διακρίνει, στον τόπο αυτής της ιστορικής διαμάχης, μια ανθιστάμενη μεταφυσική, «ασυνείδητη και κατά συνέπεια ανυπόστατη, ασυνείδητη και κατά συνέπεια ανίκανη να αναδιαμορφώσει ακατάπαυστα , όπως οφείλει να κάνει, βάσει της παρατήρησης και της εμπειρίας, μια φιλοσοφία αντάξια του ονόματός της». Ο φιλόσοφος υποστηρίζει την ανοικτότητα της επιστημονικής εμπειρίας, ακόμη και σε φαινόμενα παραφυσικά, που δεν επιδέχονται μέτρησης. Η συνείδηση που εδράζεται στον εγκέφαλο, δεν μπορεί, για τον Bergson, να εξαντλεί τη φυσιολογία της, την ισοδυναμία της, στην πραγματικότητα των εγκεφαλικών κυττάρων. Η σκέψη υπερέχει, και γι’ αυτό είναι μια λειτουργία περιττή της μοριακής κίνησης. Εγγράφεται στη σφαίρα του ασυνειδήτου, και δεν εντοπίζεται τόσο, όσο διασώζεται, στη «μνήμη των λέξεων». Μια μνήμη που δεν αποθησαυρίζεται σε κάποια φωτοθήκη του εγκεφάλου, αλλά αιωρείται στη σφαίρα του πνευματικού. Τα εγκεφαλικά κύτταρα απλώς συναρμόζουν το πνεύμα στη νόρμα της ζωής. Τα φαινόμενα έτσι της τηλεπάθειας, ή κάποιες πανοραμικές θεωρήσεις του βίου, δεν είναι, για τον Bergson, τίποτε άλλο, παρά εξ-άρσεις του πνεύματος, από μια αδράνεια της υλικότητάς του. Ψυχοδυναμικές ενέργειες που συγκεφαλαιώνουν το Είναι στην ολική του αναπαράσταση, στην ολική του συνείδηση. «Όσο περισσότερο συνηθίζουμε στην ιδέα μιας συνείδησης που ξεπερνά τον οργανισμό, τόσο περισσότερο βρίσκουμε φυσικό ότι η ψυχή επιβιώνει του σώματος… και η υποχρέωση της απόδειξης εναπόκειται σ’ αυτόν που την αρνείται, παρά σ’ αυτόν που την βεβαιώνει· διότι όπως είπα κι αλλού, ο μόνος λόγος για τον οποίον πιστεύουμε ότι η συνείδηση εκμηδενίζεται μετά το θάνατο, είναι ότι βλέπουμε το σώμα να διαλύεται· όμως αυτός ο λόγος δεν έχει καμία αξία, αν η ανεξαρτησία σχεδόν ολόκληρης της συνείδησης από το σώμα είναι, επίσης, ένα γεγονός το οποίο διαπιστώνουμε». Ο μυστικισμός του Bergson διευρύνει το χώρο της φιλοσοφίας, αναγνωρίζοντας τη θρησκεία ως μια «φιλοσοφία ανοικτή στα πράγματα της ψυχής, μια ανήσυχη φιλοσοφία ανοικτής πνευματικότητας», ο τόπος μιας εκπλήρωσης, μιας σύλληψης ενοποιητικής. Ένα νόημα που διασώζεται στις αποκρύψεις του, αλλά και στις συμβαντικές του απο-καλύψεις.  Μια μυστική αλήθεια που αναλαμβάνει το ιστορικό της περιεχόμενο, ό,τι ο Bergson, θα ονομάσει «προσκόλληση στη ζωή», (attachement à la vie), μια ισχυρή δυνατότητα βίου.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου