Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Ένα μικρό αυτοσχέδιο κιόσκι


Κάμο Νο Τσομέϊ

Hojoki

Η τρία μέτρα τετράγωνη καλύβα

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Εκδόσεις Bibliotheque

 

 

     Ο Kamo No Chomei, γύρω στα 1212, αποφασίζει να εγκαταλείψει τον κόσμο. Έναν κόσμο κατακλυσμιαίων αλλαγών και καταστροφών, φυσικών και πολιτισμικών. Βλέπει τις πόλεις της εποχής του ν’ αλλάζουν ραγδαία, τους ανθρώπους να συνωστίζονται σε όλο και μεγαλύτερα σπίτια, την ανησυχαστική τους ροή, τις απατηλές προσδοκίες τους. «Δεν ξέρουμε από που έρχονται, ούτε και προς τα που πάνε οι άνθρωποι, μονάχα πως γεννιούνται για να πεθάνουν». Βλέπει σ’ αυτή την ακατάσχετη ροή τα ξέφτια της ζωής να επιπλέουν, να διασώζονται και να συντίθενται σε μια νέα ζωή, σε μια νέα υπόσχεση ευημερίας. «Κάποιοι πεθαίνουν το πρωί, άλλοι γεννιούνται στο ηλιοβασίλεμα, σαν τις φυσαλίδες πάνω στο νερό». Βλέπει αυτή την απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου να διαρκέσει σ’ αυτήν τη ροή του χρόνου, στις εφήμερες στιγμές του, έρμαια όλοι και όλα στη ροή των καιρών. Ο Τσομέι γίνεται μάρτυρας τρομερών γεγονότων που ταράσσουν την καρδιά του. Ένας κόσμος φεύγει, αυτή η τάξη των φεουδαρχών, κι ένας άλλος κόσμος έρχεται, αυτός των πολεμιστών. Βλέπει απ’ το παράθυρό του τις στέγες των ανθρώπων να τις θερίζουν οι φλόγες, κι άλλες φορές να τις κάνει σκόνη ο σεισμός, αυτοί οι φοβεροί σεισμοί της Ιαπωνίας. Ακούει το θρήνο των παλαιών ανθρώπων, αλλά και το σούρσιμο των νεοφερμένων. Η μεταβολή ενός κόσμου που έμοιαζε ακίνητος κι αιώνιος και τώρα να καταρρέει μπροστά στα μάτια του μέσα στη σκόνη των ημερών.



     Σ’ αυτή την ανελέητη μεταβολή των καιρών ο Τσομέι αποφασίζει ν’ αναχωρήσει, ν’ αφήσει το πατρογονικό του σπίτι και ν’ αποσυρθεί στο βουνό Όχαρα. Να ζήσει εκτεθειμένος στη φύση του βουνού, «με μαξιλάρι τα σύννεφα», για πέντε χρόνια και κατόπιν στα εξήντα του, σ’ ένα ξέφωτο του βουνού Χίνο, να φτιάξει μια μικρή καλύβα, μόλις τρία επί τρία μέτρα, «όπως ο παλαιός μεταξοσκώληκας που κλώθει τα τελευταίο του κουκούλι». Κάτω απ’ την αχυρένια της στέγη ο Τσομέι θα υπομείνει μυστικά το χρόνο. Απ’ το παράθυρο της Ανατολής οι ακτίνες του ήλιου μετρούσαν τις μέρες του και το κελάηδισμα του Κούκου συντρόφευε την ησυχία του, μια ησυχία που ο Τσομέι θα ονομάσει «πέρασμα θανάτου». Στο θρόισμα των φύλλων θα παίζει τη μπίβα του, θα καλλιεργεί ιαματικούς θάμνους στο κηπάκι του και στους μοναχικούς περιπάτους του μέσα στο δάσος θα μαζεύει άνθη και σπόρους. Τα χρόνια θα περάσουν και τα βρύα θα καλύψουν τις σαπισμένες σανίδες της καλύβας του, «Η σελήνη της ζωής μου γέρνει στον ουρανό και είναι έτοιμη να βυθιστεί πίσω απ’ τα βουνά», σημειώνει μελαγχολικά ο Τσομέι. Είναι πλέον έτοιμος για την μεγάλη αναχώρηση προς τις «καταχνιές του θανάτου». Έτοιμος να εγκαταλείψει κι αυτή την στέγη μέσα στον κόσμο, το πιο  εφήμερο ίχνος του, να απελευθερωθεί κι απ’ αυτό, και να διέλθει ήσυχος, μέσα απ’ το μονοπάτι των ευχών, στη καλλιγραφία του τέλους του, με μια μυστική μονοκονδυλιά.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου