Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Στο μονοπάτι των στίχων




Matsuo Bashō
Ο στενός δρόμος προς τα βάθη του Βορρά
Μετάφραση: Μαρία Αρώνη, Kyoko Shibayama
Εκδόσεις Άγρα

     Την άνοιξη του 1689, ο Matsuo Bashō, παίρνει τον αγαπημένο του μαθητή Σόρα, γεμίζουν τον ταξιδιωτικό τους σάκο με τα σύνεργα της γραφής, ντύνονται το μοναχικό ένδυμα κι αναχωρούν. Βρίσκονται ήδη σε μία κίνηση ποιητική. Ξεκινούν, οδοιπορώντας, ένα μακρύ και επίπονο ταξίδι, προς τις βόρειες ακτές της Ιαπωνίας για να δουν το πολυύμνητο φεγγάρι της Ματσούσιμα και τα κύματα του Ειρηνικού ωκεανού. Θα περάσουν φημισμένες πύλες, ιερά βουνά μ’ ερειπωμένα κάστρα και προσκυνήματα, θα καταλύσουν σε ναούς κι ερειπωμένα καλύβια, κι ο κύκλος του φεγγαριού θα διαγράφει τη μοναχική τους πορεία. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, που θα διαρκέσει πεντέμισι μήνες, θα κρατούν σημειώσεις, ο καθένας με το τρόπο του, γιατί άλλη γραφή καταθέτει ο Bashō κι άλλη ο Σόρα. Ο Σόρα καταγράφει επιμελώς το ταξίδι, ενώ ο Bashō ιχνογραφεί τη τοπογραφία μιας καταδικής του συγκίνησης. Στο χειρόγραφό του ο Bashō θα δώσει τον τίτλο «Όκου νο Χοσόμιτσι»,  ή «Ο στενός δρόμος προς τα βάθη του Βορρά», όπως έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας απ’ τη Μαρία Αρώνη και τη Kyoko Shibayama. Ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο λοιπόν, αλλά το ταξιδιωτικό ημερολόγιο ενός ποιητή. Θα το δουλεύει πάνω από τέσσερα χρόνια και θα αποδώσει ένα έργο που θα αναγνωριστεί ως ένα απ’ τα αριστουργήματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας.
     Η φιλοσοφική στάση του Basho είναι η μετακίνηση. Μια περιπλάνηση από καλύβα σε καλύβα. Μια μετατόπιση στην ενδοχώρα των στίχων. Η μετά-κίνηση αυτή είναι κι η μοναδική του συν-κίνηση, η συγκίνηση των στίχων του, η ρυθμική τους έξ-αρση. Γιατί ο Bashō μετακινούμενος μένει εν εκστάσει, στην καθηλωτική στιγμή της ποίησής του. Διαγράφει την κίνηση του κόσμου σε μια εκστατική ακινησία, όπως ακριβώς μια περιστρεφόμενη, στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της, σβούρα. Ο Bashō εγκαταλείπει την καλύβα του, αυτή την εφήμερη στέγη, περιπλανάται, κι επιστρέφει, για να φύγει και πάλι, ξανά και ξανά. Όχι όμως μέσα στην αισθητική παραζάλη του παρισινού flâneur, όσο ένα υποκείμενο παραδομένο στους κύκλους της ζωής, στην αέναη κίνηση του χρόνου. Μια ατέρμονη ροή που τον παρασέρνει, και στιγμιαία τον εγκαταλείπει, για να τον συμπαρασύρει και πάλι στον επόμενο στροβιλισμό. Το λέει κι απ’ την αρχή του Όκου νο Χοσόμιτσι. Υπάρχει μια συνεχής κοσμική ροή. Υπάρχει «το φεγγάρι και ο ήλιος», οι τροχιές τους κι η διαδοχή τους. Υπάρχουν κι αυτοί που η ζωή τους είναι ένα συνεχές ταξίδι. Μεταξύ αυτών κι ο ποιητής. «Χρόνια τώρα, κι εγώ, παρασύρθηκα από ένα κομμάτι σύννεφο που το κινούσε ο αέρας και ξύπνησε μέσα μου τη λαχτάρα της περιπλάνησης. Πέρυσι γύρισα τα παράλια, το φθινόπωρο σκούπισα τις αράχνες στην καλύβα μου στο ποτάμι, και η χρονιά σύντομα πέρασε. Όταν όμως φάνηκε η πρώτη πάχνη της άνοιξης, το πνεύμα του ταξιδιού με κυρίευσε μανιασμένο». Το ταξίδι, όμως του ποιητή, είναι μια ιχνηλασία. Αναζητά σ’ αυτό που μένει αυτό που παρήλθε, στο εφήμερο ό,τι ανθίσταται. Αναζητά τις αφηγήσεις που στερεώνουν το παρόν του. Αποζητά το φεγγάρι της Ματσούσιμα που ’χει τραγουδηθεί απ’ τους ποιητές του παρελθόντος ή την φημισμένη πύλη της Σιράκαουα. «Ήθελα να περάσω την πύλη της Σιράκαουα. Τα πνεύματα Ντόσοτζιν μου ’γνεφαν από κάθε γωνιά του δρόμου, δεν μπορούσα να ησυχάσω». Αναζητά στο ανάγλυφο του κόσμου ένα πνευματικό ίχνος, που ’ναι εν τέλει ένα κειμενικό ίχνος, μια αναγνωστική δοκιμασία. Στη δοκιμασία αυτή στερεώνει και τη δική του γραφή, τα δικά του τεχνάσματα.
     Ο ποιητής μένει, καθηλώνεται, αφοσιώνεται στο περιβάλλον, στα γλωσσικά του ερεθίσματα. Αυτό είναι και το ποιητικό του ιδεώδες. Η οικειοποίηση του κόσμου στο κοίλο της εσωτερικότητάς του. Μια αντεστραμμένη προοπτική όπου όλα αντικατοπτρίζονται στην «παλιά λιμνούλα» του ψυχισμού, στα νερά της μελαγχολίας. Το ποιητικό ύφος του Bashō έχει αυτή την υγρασία. Η παραμυθητική γοητεία της φύσης που ενσταλάζει τις εικόνες της σ’ ένα πυρηνικό είναι, σ’ ένα είναι που διαφυλάσσει τη μοναχικότητά του. Η θεώρηση και απόλαυση του κόσμου, είναι στον Bashō, μια ερημική εμπειρία. Αυτή η «καλύβα Bashō», που πολλές φορές έκλεινε την πόρτα της στους επισκέπτες και διέθετε το χρόνο στον Bashō. Το χρόνο για τα τιτιβίσματα των πουλιών και για τα κοάσματα των βατράχων, το χρόνο για τον εσωτερικό απόηχο του κόσμου και για το απείκασμα των εικόνων του, κι όλο αυτό μέσα σε μια απλότητα, σε μια απλότητα καθοριστική στην υπέρβασή της. Ο Bashō εμβυθίζεται στο περιβάλλον του, ενσωματώνεται στη συνθήκη του, συντονίζεται στο ρυθμό του. Γίνεται όλος ένας οφθαλμός και μια ακοή. Η παρατήρησή του είναι τόσο οξυμένη που γίνεται ένα με το αντικείμενό του. «Μάθε για το πεύκο απ’ το πεύκο, και για το μπαμπού απ’ το μπαμπού». Αποσβολωμένος στη σαγήνη που τον διακατέχει παίρνει όλα τα σχήματα του κόσμου. Τα χάικάι του δεν περιγράφουν αλλά αποδίδουν έναν κόσμο, το μυστικό είναι του, το απαύγασμα της αλήθειάς του. Το αντικείμενο έτσι γίνεται η διάνοιξη του υποκειμένου, η ποιητική του εκδίπλωση. Τίποτε δεν περιχαρακώνεται στο ίδιον, όλα αλληλοπεριχωρούνται, όλα δεξιώνονται το άλλο, ό,τι ο Levinas θα ονομάσει μεταφυσική.
     Το ταξίδι προς τα βάθη (του βορρά), είναι ένα ταξίδι λοιπόν προς μια μεθόριο υπαρκτική. Οι στάσεις του είναι καθηλωτικές στιγμές εκστατικής ενατένισης. Ένας αποκαλυπτικός οραματισμός όπου όλος ο περιβάλλοντας κόσμος αναλαμβάνει το εσώτατο φως του, αυτό που προ(σ)καλεί και το ποιητή να εξέλθει απ’ την καλύβα του και ν’ αναχωρήσει. Περιπλανώμενος ο Bashō, όπου πνει ο άνεμος, ο ίδιος άλλωστε παρομοιάζει τον εαυτό του ως ένα λεπτότατο κομμάτι ύφασμα, εγκαταλείπει το σχήμα της αγωνίας του στο ανάγλυφο του κόσμου. Γίνεται όλος μια αδυναμία, μια ολική διαθεσιμότητα, αλλά και μια δοκιμασία, μια γρηγορούσα αναμονή. Η ποιητική του αφοσίωση τον εξαιρεί απ’ τον κόσμο κι απ’ το ποιητικό κατεστημένο της εποχής του, κι αναζητά με τον κύκλο των μαθητών του τις αυθεντικές πηγές της ποιητικής έμπνευσης, που δεν είναι άλλες απ’ το φυσικό περιβάλλον. Μια φυσικότητα όμως διαρρηγμένη απ’ αυτό που την υπερβαίνει. Η ομορφιά του τοπίου, καθαγιασμένη από ιερά προσκυνήματα κι από εμπνεύσεις παλαιών δασκάλων, γίνεται για τον Basho, μια ποιητική δυνατότητα, όχι μόνο μιας στιχουργικής εργασίας, αλλά και μιας εξύψωσης πνευματικής, δηλαδή μίας διάνοιξης υπαρκτικής. Στο περιβάλλον μιας τέτοιας καθετότητας, όπως θα ’λεγε ο Heidegger, το ποιητικό υποκείμενο ασκείται στη χάρη μίας αρχέγονης καταγωγής. «Τώρα όμως μπροστά στα μάτια μου, βρισκόταν ένα μνημείο που χε διατηρηθεί χίλια χρόνια. Σαν να έβλεπα τη ψυχή των αρχαίων», θα σημειώσει ο Bashō, στο ερειπωμένο ιερό της Σιόγκαμα. Στα τοπία αυτά ο ποιητής αναγνωρίζει ένα ερημικό περιβάλλον που το ονομάζει σιγή. Μια σιγή που ακινητοποιεί το χρόνο κι εγκαταλείπει αποσβολωμένο τον ποιητή. Όλα γύρω του εγείρουν αυτή τη σιγή. «Σιγή / διαπερνά το βράχο / του τζίτζικα η φωνή». Μία μετέωρη στιγμή του χρόνου, μια μυστική επικοινωνία, το πέραν των λέξεων, όπου στοχεύει κι η ποίηση.
     Ο Bashō συλλαμβάνει την ιδέα του όλου δεξιούμενος την απειρία του. Ο τόπος του ποιήματος είναι κι ο τόπος αυτής της δεξίωσης. Λέξεις που προσβλέπουν στο ίχνος τους, στην απόσυρσή τους μπροστά στη σαγήνη του άρρητου. «Αλλά στο σημείο αυτό, με το δέοντα σεβασμό, πρέπει ν’ αφήσω κάτω το πινέλο μου. Τι δέος / πράσινα φύλλα, νέα φύλλα / στο φως του ήλιου». Ο Bashō αποσβολωμένος αφήνει και αφήνεται στην αδυναμία του γράμματος, στην άλογη καταγωγή του, στο ίδιο τ’ ανείπωτο. Αυτό κομίζουν τα χάικάι, την επιστροφή του λόγου στην πυρηνική του συμπύκνωση, την αδύνατη εμπειρία του μέσα στην κατάφαση του κόσμου. Αποκαλύπτονται έτσι ως ένα comma μέσα στη ροή του χρόνου, μια παύση, ένα κενό διάστημα, που συγκροτεί και συγκρατεί όμως, όπως και στην ανάπτυξη της μελωδίας, όλη την αντικειμενικότητα του Πραγματικού. Η ποίηση· αυτή η ε(κ)σωτερικότητα της γλώσσας, η διάνοιξη της, ο τόπος του Ιερού.
     Το Όκου νο Χοσόμιτσι δεν καταλήγει με την επιστροφή των ταξιδιωτών στο Εντό, αλλά με την εκ νέου αναχώρησή του Basho για το Ίσε. Ο Bashō θα ζήσει λίγα ακόμη χρόνια μετά απ’ αυτό το ταξίδι, αφοσιωμένος μέχρι τέλους στο κύκλο των μαθητών του και στη ανανέωση της ποιητικής του γραφής. Το φθινόπωρο του 1694, και λίγες μέρες πριν πεθάνει, κατάκοιτος πλέον, υπαγορεύει στο μαθητή του Ντόνσου το τελευταίο του ποίημα: Αρρώστησα / τ’ όνειρα μου συνεχίζουν το ταξίδι / σ’ αυτή την ερημιά. Το ταξίδι: μια εμπειρία ερημιάς και ερήμωσης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου