Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Στον αστερισμό της Αβάνας



Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε
Τρεις ταλαίπωροι τίγρεις
Μετάφραση: Γιώργος Ρούβαλης
Εκδόσεις Τόπος

Στις Τρεις ταλαίπωροι τίγρεις ο μεγάλος κουβανός συγγραφέας Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε αφηγείται τις καθημερινές περιπέτειες μιας παρέας τεσσάρων ανδρών, του συγγραφέα Σιλβέστρε, του τηλεπαρουσιαστή Αρσένιο Κουέ, του μουσικού Εριμπό και του φωτογράφου των αστέρων των καμπαρέ Κόντακ. Ανθρωποι εύθυμοι, που βολτάρουν, πίνουν στα μπαρ, ερωτεύονται, και έπειτα καταλήγουν να συζητούν μέχρι πρωίας, με μια μελοδραματική πάντα διάθεση για τη ζωή. Παράλληλα, άλλες ιστορίες, όπως της Εστρέγιας, που τραγουδούσε τα μπολερό, ή οι αδιέξοδες ψυχαναλυτικές συνεδρίες μιας γυναίκας, έρχονται για να συμπληρώσουν το παζλ της μίας και μόνης μορφής, που έρχεται και επανέρχεται ως άμπωτη σε όλες τις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος και δεν είναι άλλη από τη φαντασματική υπόσταση μιας πόλης, της πόλης, που δεξιώνεται στα ζεστά και σκονισμένα σοκάκια της όλο τον πυρετό αυτών των αφηγήσεων, όλο το αδιέξοδο αυτής της περιπλάνησης και αυτή η πόλη δεν είναι άλλη από την Αβάνα. Την Αβάνα της μουσικής, που χρωματίζει όλη την έκταση αυτού του βιβλίου.
Ενας από τους ταλαίπωρους τίγρεις ερωτεύεται τη φωνή ενός μπολερού, αυτή τη φωνή της Εστρέγια, αφιερώνεται όλος σ' αυτή τη φωνή, την ακολουθεί σε όλη την έκταση των σελίδων. Μια αισθηματοποιημένη τοιχογραφία, φθαρμένη, όμως, πάντα από την υγρασία της θάλασσας, απ' την αλμύρα του ίδιου νοτισμένου αέρα. Σ' αυτή την ομίχλη, που σβήνει με τις αφηγήσεις και τα ίχνη της ίδιας της πόλης, που δεν είναι πλέον μια πόλη, αλλά «ο αντικατοπτρισμός μιας πόλης, ένα φάντασμα», όπως λέει και ένας από τους τίγρεις του βιβλίου, όταν χάνει τον ορίζοντά της και νιώθει να μετεωρίζεται αδύναμος τότε στους στροβίλους της μελαγχολίας. Από τη μια, λοιπόν, αυτό το σκηνικό της πόλης, με τα μπολερό της Εστρέγια και από την άλλη αυτή η αδυναμία της ίδιας της γλώσσας να παρηγορήσει τον άνθρωπο.
Οι συνεδρίες της ψυχαναλυόμενης γυναίκας, που επανέρχονται μέσα στο κείμενο, μαρτυρούν το αδύνατο των εξομολογήσεων, «να μιλάς σε αυτόν που δεν σου μιλάει», που είναι ήδη αλλού. Είναι αυτές οι εξομολογήσεις, που εκτρέπουν το ομιλιακό ύφος του κειμένου στις δίνες των γενεσιουργών του εικόνων.
Γίνονται έτσι αυτές οι καθαρές και εύθυμες φωνές αυτή η ίδια η μελαγχολία της σκέψης, το εναέριο σκηνικό μιας αδυναμίας. Συζητήσεις που ελίσσονται διαρκώς, αλλά που ποτέ, όμως, δεν καταλήγουν πουθενά. Ενας από τους ήρωες του βιβλίου είναι και ο Βουστροφηδόν, ο πειραγμένος του εγκέφαλος αντέστρεφε τις λέξεις, η γλώσσα δεν ήταν γι' αυτόν τίποτε περισσότερο από ένα λογοπαίγνιο. Μια γλωσσική διαθεσιμότητα, που διανοίγει και για το ίδιο το μυθιστόρημα του Ινφάντε έναν ολόκληρο ορίζοντα διαφυγής, τον γλωσσικό ορίζοντα του λογοτεχνικού παιγνίου.
Ταλαίπωροι τίγρεις, φαντασματικά πρόσωπα, που περιφέρονται στα σοκάκια της πόλης, από το ένα καμπαρέ στο άλλο, σε αέναες και αδιέξοδες περιπλανήσεις, σε λευκές σιωπές, σε γεωμετρίες ονομάτων, που δεν ησυχάζουν. «Πλέαμε ανάμεσα σε κτήρια από καθρέπτες, στραφταλίσματα που μας θάμπωναν τα μάτια». Μια φαντασματική, εν τέλει, γραφή, αυτή ακριβώς που αφήνει και το κατοπτρικό της ίχνος στη σελίδα 283, το αδιάγνωστο και αδιανόητο, όπως άλλωστε και η ίδια η Αβάνα, καθώς υποχωρεί στη βροχή.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου