Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Το ανεκπλήρωτο ίχνος της Βίας


Slavoj Zizek
Βία
Μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής
εκδόσεις Scripta

Οι ταραχές στα παρισινά προάστια το φθινόπωρο του 2005 αλλά και η εξέγερση της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2008 έφεραν εκ νέου και με ανησυχαστικό τρόπο στη σκηνή του δημόσιου λόγου το ίχνος μιας καθαρής, ανιδεολογικής, κυριολεκτικά ανόητης βίας. Εξεγερσιακά συμβάντα που δεν διεκδικούσαν τίποτε άλλο παρά μόνο την «αξίωση για αναγνώριση» των υποκειμένων τους. Μια βία που δεν στρεφόταν τελικά ενάντια στη συστημική βαρβαρότητα, αλλά σ' αυτή την ίδια τη θέση των υποκειμένων της. Μια αυτοκτονική διάσταση που ανέλυσε ο Lacan στο «στάδιο του καθρέφτη», όταν η βία επιστρέφει στο καταγωγικό της υποκείμενο. Μια πράξη μη νοήματος, που εγγράφεται, σύμφωνα με τον Badiou, σ' αυτή την ανοησία του Καπιταλισμού, στην α-κοσμία του κόσμου του, στο πένθιμο ίχνος της αφηρημένης του διασποράς.
Για τον Zizek το ίχνος της βίας εντοπίζεται στον «φόβο τού Πλησίον», στην ετερότητα του αλλά και σ' αυτή την ανησυχαστική του εγγύτητα. Είναι από τη μια η βία του υποκειμένου αλλά και αυτή η βία της ίδιας της γλώσσας, του εκφερόμενου νοήματός της, όπως επίσης και η συστημική βία, αυτή η βία της κανονικότητας του πραγματικού. Ενα τρισυπόστατο ίχνος που αντιστέκεται στην αφήγησή του, στην αποκαλυπτικότητα των σημείων του, σ' αυτή την αντικειμενοποίηση της αλήθειας του. Ο παραληρηματικός χαρακτήρας του βίαιου φαινομένου είναι αυτός που συσκοτίζει και την αφήγησή του. Η ειλικρίνεια της αφήγησης μιας τραυματικής εμπειρίας είναι, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Zizek, αυτή «η ίδια η αντικειμενική της ανακρίβεια, η σύγχυσή της, η έλλειψη της συνοχής της». Γι αυτό και ο τρόπος που ο Zizek επιλέγει να μιλήσει για τη βία είναι ο τρόπος της ποίησης, αυτή η αφηρημένη ματιά που δεν παραδίδεται στην επιτακτικότητα της εμπειρίας της, αλλά δεν ενδίδει στην απροσδιοριστία της. Μια γλώσσα που αίρει το αντικείμενο από το χωροχρονικό του πλαίσιο, χωρίς παρ' όλα αυτά να το αφυδατώνει. Ακόμη και όταν αυτό το βίαιο ίχνος απαιτεί επιτακτικά από εμάς την εγρήγορσή μας, αυτό το επείγον είναι για τον Zizek μια ψευδεπίγραφη ευαισθησία, ένα επείγον που αφαιρεί από το υποκείμενο τον ορίζοντα της σκέψης του, την ήσυχη προοπτική του αναστοχασμού του.
Το ανώνυμο αυτής της αντικειμενικής βίας που διαχέει ο κόσμος μας, αυτό που εδραιώνει και το ανεντόπιστο ίχνος της, είναι ακριβώς αυτή η αφηρημένη αλήθεια που διαπλάθει κάθε φορά την κοινωνική μας πραγματικότητα. Η δυνητικότητα του κεφαλαίου εγκαθιδρύει έτσι το καθεστώς μιας «πραγματικής αφαίρεσης», της αφαίρεσης αυτού του ίδιου του Πραγματικού. Είναι το αφηρημένο αυτής της ακραίας νεοφιλελεύθερης διάχυσης του νοήματος σε όλα τα αποσπάσματα του βίου, σε όλες τις δυνατές εκδιπλώσεις του πραγματικού. Μια υποχώρηση μπροστά στο νόημα μιας κυρίαρχης παρέμβασης, που θα ενοποιούσε τον κόσμο, που θα έτεμνε αυτή την πολυπλοκότητα του χάους χάριν της αλήθειας αυτού που ο Lacan θα ονομάσει «Κύριο Σημαίνον». Στο σύγχρονο σύμπαν της φιλελεύθερης, πολυπολιτισμικής ανεκτικότητας συντελείται αυτό που ο Benjamin θα ονομάσει, δεκαετίες πριν, πολιτισμικοποίηση της πολιτικής. Η οικονομική ανισότητα δεν είναι πλέον η ρίζα όλων των προβλημάτων, αλλά απλώς ένα διαφορετικό lifestyle. Αυτή λοιπόν η αποπολιτικοποίηση-αποϊδεολογικοποίηση του κόσμου, είτε φέρει την ονομασία «σύγκρουση πολιτισμών» (Huntington) είτε το «τέλος της ιστορίας» (Fukuyama), αναγορεύει τη θέση της κουλτούρας σε ένα αμφιλεγόμενο νόημα, όπου το υποκείμενό της βαθιά εμπνευσμένο από τις πολιτισμικές του ριζώσεις έρχεται αντιμέτωπο μ' αυτή την κουλτούρα του άλλου. Είναι το σημείο ακριβώς όπου η πολιτισμική εκκεντρικότητα του φιλελευθερισμού συγκρούεται με την οικουμενικότητα των ιδεών του. Οι φιλελεύθερες ιδέες, όπως αυτές της «ελεύθερης επιλογής», της «ελευθερίας της έκφρασης», της «ανεκτικότητας», της «ατομικής ελευθερίας» είναι εδραιωμένες σε μια ήδη ακυρωμένη οικουμενικότητα, λόγω της εμμονής τους σ' αυτό το κοινωνικοπολιτισμικό τους ίδιον. Η οικουμενικότητα, λέει ο Zizek, οφείλει να βιώνεται «άμεσα ως οικουμενική», να επιδρά μεταμορφωτικά πάνω στο «αρχικό της πλαίσιο», να το εκτρέπει, να το πολιτικοποιεί.
Η σχέση μεταξύ της βίας του υποκειμένου και της συστημικής βίας αποκαλύπτει για τον Zizek και αυτή την ενδιάμεση θέση της βίας. Μια βία που δεν είναι τόσο «η ιδιότητα κάποιων πράξεων» όσο αυτό το ενδιάμεσο των πράξεων, το συμβολικό τους πλαίσιο. Στο ενδιάμεσο αυτών των ορατών πράξεων, πάντα ατελέσφορων όπως αποδείχτηκε ιστορικά, λόγω αυτής ακριβώς της ανεπαρκούς τους βιαιότητας, ο Zizek, επικαλούμενος τον Badiou, για ακόμη μια φορά, μας καλεί στην πιο βίαιη εκδήλωσή μας, στην πιο χειραφετητική μας πράξη: στη σιωπή, στην απόσυρσή μας, ώστε να μην καταστήσουμε με τις ψευδοδραστήριότητες μας «ορατό ό,τι για την Αυτοκρατορία είναι ήδη υπαρκτό» (Badiou). «Η αποχή των ψηφοφόρων συνεπώς είναι μια αληθινή πολιτική πράξη: μας φέρνει δυναμικά αντιμέτωπους με την κενότητα των σύγχρονων δημοκρατιών. Μερικές φορές, το να μην κάνεις τίποτα είναι και το πιο βίαιο πράγμα που μπορείς να κάνεις».

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου