Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Στη δίνη των λέξεων



Γιώργος Αριστηνός
Φλας στη νύχτα
Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας

   Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Γιώργου Αριστηνού, Φλας στη νύχτα, ο ήρωας του, ένας μισάνθρωπος τύπος, απογυμνωμένος εντελώς από αισθήματα κι αφοσιωμένος στις ιδεόληπτες εμμονές του, βρίσκεται εγκλωβισμένος σ’ ένα κλειστό, ημιφωτισμένο δωμάτιο, αντιμέτωπος με τη Νικόλ, μια ελληνογαλλίδα φοιτήτρια που μόλις και είχε γνωρίσει σ’ ένα μπαρ. Στην πραγματικότητα είναι αντιμέτωπος με τη νύχτα της Νικόλ, με το σκοτάδι της σαγήνης της. Μια σαγήνη που τον είλκυε, αλλά και τον αιχμαλώτιζε ταυτόχρονα, σ’ αυτό το μεσοδιάστημα της απόστασης που τους χώριζε και τους συνέδεε συγχρόνως. Ένα κενό που θα κατακλυστεί με τη λογόρροιά του, τη μόνη ασφαλή του μέθοδο. Μια μέθοδο προσέγγισης κι απομάκρυνσης. Μια πλημμυρίδα αναμνήσεων, που θα συνθέσει και το πένθιμο σκηνικό του πάθους, το τόσο γνώριμο μέσα στο έργο του Αριστηνού. Μέσα απ’ αυτούς τους «αναλώσιμους στοχασμούς της νύχτας» το δωμάτιο του πόθου γίνεται το δώμα του θανάτου. Στην παγερή του ατμόσφαιρα αν κάτι θα μείνει ζωντανό θα είναι το γυμνό σώμα της Νικόλ, όπου πάνω του θα διαχέεται και το αχνό φως του κόσμου. Οι αφηγήσεις του ήρωα φτάνουν στα αυτιά της ως μακάβριες ιστορίες, τρύπες και κενά που χάσκουν. «Θα πέσουμε μέσα μαζί κι αυτό είναι ότι χειρότερο μπορώ να φανταστώ», θα του πει κάποια στιγμή. Πένθιμες λέξεις, που τυλίγουν με το δυσοίωνο φως τους όλη την έκταση του δωματίου κι αυτά μαζί τα δύο σώματα, έρμαια τώρα, στη σκοτεινή δίνη του. Θα είναι μάλιστα αυτή η ακατάσχετη ροή του λόγου που θα εντάξει και τους δυο σ’ αυτό το κάδρο της αναμονής. Η Νικόλ έμενε μόνη σ’ αυτό το κάδρο, έμενε με την αναμονή της, κοίταζε μόνο «αποχαυνωμένη έναν καυλωμένο πίθηκο που ρητόρευε».  
   Μπροστά στο γυμνό της σώμα εκείνο που μετρούσε γι αυτόν δεν ήταν «η αρχέγονη και βάρβαρη συνουσία αλλά ο εξεζητημένος αναμηρυκασμός της φαντασίας». Σ’ αυτή ακριβώς την ήττα που θα ’ρχονταν κι οι λέξεις, η μία μετά την άλλη, μια αλύσωση εξιστορήσεων, για να αναβάλλουν τον πόθο, να τον πετάξουν σ’ αυτό το ολοκαύτωμα της αναμονής. Μια διαστροφή μέσα στην οποία εκτίθονταν και οι δύο, αν και η Νικόλ, είναι αλήθεια, άθελα της. Αυτός ο εκ-τοπισμός του πόθου, από την πραγματικότητα της σαρκικής του υπόστασης, και ο εν-τοπισμός του στην αφηγηματική της από-κάλυψής του, είναι ο τόπος της γραφής, ο τόπος όπου εν-τοπίζεται ακέραιο το ίχνος του άλλου. Είμαστε μέσα στο καθεστώς της καθαρής επιθυμίας, μιας επιθυμίας χωρίς τον Άλλον, όπως θα πει ο Λακάν. Ο αφηγητής έτσι της ιστορίας, υπακούει στον ευνουχισμό του πόθου του και μεταμορφώνεται σε ένα καυλωμένο σαρκίο, εγκαταλελειμμένο στην εκ-σωτερικότητα της κατάδικής του απόλαυσης. Σ’ αυτή τη ναρκισσιστική καθήλωση, όπου η Νικόλ από αντι-κείμενο του πόθου μεταμορφώνεται σε αντι-κείμενο του φθόνου, επανευρίσκοντας στο τέλος και πάλι το αρχικό, καταγωγικό της ίχνος, το ίχνος της απόλαυσης. Η Νικόλ ως σύμπτωμα απόλαυσης θα είναι πάντα για τον άλλον και το σύμπτωμα του οριακού του εγκλεισμού. Η ακύρωση έτσι της απόλαυσής της, η υποκατάσταση της με λέξεις, θα είναι και το απογυμνωμένο της ίχνος στον τόπο της επιθυμίας, η τοπολογική της κατακρήμνιση, το ανεγγράψιμο ίχνος της διαφωράς της.
   «Η διείσδυση και κατοχή του άλλου», είναι η βωβή επιθυμία των λέξεων, ο αφηγητής το ξέρει αυτό: «Μπορώ μήπως να κάνω ένα άλμα, να εκτοξευθώ έξω από τις γραμμές αυτές, από το κείμενο που γράφω τώρα αναπαριστώντας τις σχέσεις μας, στη μικρή αυτή σοφίτα, και ό, τι διαμείφθηκε ανάμεσα μας, με σκοπό να πάρει τη μορφή ενός βιβλίου…;» «Εγώ βγήκα απ’ τις σελίδες αυτές που γράφω, στο ξέφωτο, όμως κάτι με ρυμουλκεί στην τρύπα, όλο και γυρίζω στην αφετηρία…». Ακόμη και όταν ο αφηγητής του βιβλίου ενδίδει στην πραγματικότητα της απόλαυσης και ξεχύνεται πάνω στο γυμνό κορμί της, πάλι η γραφή θα εγείρει μέσα του τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα της: «Πράγματι, σύρθηκα κοντά της επιστρατεύοντας μια γερή δόση αδρεναλίνης, πέρασε απ’ το μυαλό μου να κάνω αυτό που υπαγορεύουν σε παρόμοιες περιπτώσεις οι μεγάλοι μετρ της αφήγησης…». Αλλά και μετά τη πράξη, στο τελευταίο τσιγάρο, δίπλα στο κοιμισμένο σώμα της Νικόλ, θα αρχίσει να αναδύεται και πάλι μέσα του αυτός ο οίστρος του θανάτου. Την πτώση του απ’ το παράθυρο τώρα θα την ακυρώσει μια λέξη, ακόμη μία, που θα τον εγκαταλείψει εκ νέου στο μετεωρισμό του, στην αναστολή του Άλλου, κι αυτού τώρα του ίδιου του θανάτου. Ο ήρωας του βιβλίου και αφηγητής της ιστορίας, είναι το σύμπτωμα της ίδιας της γραφής του, το ανεπίλυτο ερώτημά της, η σιωπή που ελλοχεύει μέσα στις λέξεις του. Μια απονεκρωτική γλώσσα που κρυπτογραφεί στον πυρήνα των καρκινικών της κυττάρων όλα τα αποθησαυρισμένα της σημεία. Ακόμη κι αυτό το φλογισμένο σώμα της Νικόλ, ο τόπος της πιο άμεσης απόλαυσης, γίνεται τώρα ένα υστερόγραφο της γλώσσας, ένα αρχείο, σκαναρισμένο εξαντλητικά από το φως της μοναδικής και τελικής του ανάγνωσης.
   Ο συγγραφέας φροντίζει ήδη από το προλογικό του σχόλιο να υπογραμμίσει αυτό το όλον της αφήγησης. Μια ενότητα σμιλεμένη «με τα ‘εγκάθετα’, ενσφηνωμένα στον κυρίως κορμό, σχόλια, με τις διορθώσεις, τα ξέσματα και τις διαγραφές, τις σκωπτικές, αυτοαναφορικές συστροφές, μ’ όλον εκείνον τον συρφετό από θεωρητικούς σπιούνους που ελλοχεύουν και δεν σταματούν ούτε λεπτό να κρίνουν τα ‘κακώς κείμενα’». Είναι η αποκαλυπτικότητα μιας διακειμενικής γραφής που αποδίδει τη μυθοπλαστική πραγματικότητα του κειμένου όχι στις φιλολογικές-εξιμπισιονιστικές της εξάρσεις αλλά στη διαλεκτικότητά της, στον ορίζοντα των καταγωγικών της σιωπών. Είναι οι αυτοαναφορικές εμμονές μέσα στην ανεξάντλητη θάλασσα της γραφής που μεταβάλλουν τον αναγνώστη σ’ έναν διακειμενικό πλάνητα, σ’ ένα Οδυσσέα χωρίς Ιθάκη. Μια αφηγηματική ροή που δεν παραδίδεται στη banalité των ψευδοαναπαραστάσεων του Πραγματικού, σε ρεαλιστικές απεικονίσεις που αγνοούν τις έκκεντρες τροχιές των υποκειμένων τους και τις διεστραμμένες τους αποκλίσεις,  αλλά στην αλήθεια των από-καλύψεων τους. «Δεν μπορεί να ’ναι τα συναισθήματα γιατί έχουν αποστραγγιστεί, δεν μπορεί να ’ναι οι ανθρώπινες σχέσεις γιατί έχουν εξορθολογιστεί, αλλά μια άλλη, με άλλα μέσα, ανασκαφή της ψυχής, πέρα από τα δράματα που υποβόσκουν και τις μεμψιμοιρίες που εκκρίνονται, που θα ανακαλύψει στα συντρίμμια ένα ανακατωμένο και αλλοπρόσαλλο υλικό, το οποίο είναι δύσκολο να τιθασευτεί και να υποταχτεί στη βούληση και που είναι απ’ τη φύση του πιστωμένο στο κακό». Η ζωή παρίσταται εδώ ως το αντι-κείμενο ενός αναγνωστικού ιλίγγου, ενός εγχειρήματος που δεν προσβλέπει τόσο στo φαντασιακό της αναπαράστασης, όσο στο Πραγματικό της κρυπτογράφησης της. Η γραφή γίνεται έτσι μια απειλητική χειρονομία. Η αναπαράσταση του ορατού «καθ’ ομοίωσιν των λέξεων έχει τελειώσει», θα πει ο Kittler.  Στην απώλεια αυτής της ιδεατής ολότητας, της φαντασιακής αναπαράστασης, ένα θραυσματικό περιβάλλον ιχνών εκθέτει και την αχαρτογράφητη περιοχή του. Ο συγγραφέας ιχνηλατεί πάνω σ’ αυτό ακριβώς το διασαλευμένο τοπίο, στο Πραγματικό του εκτόπισμα. Δεν είναι οι εικόνες δήθεν του Πραγματικού που εγείρουν τη λογοτεχνική γραφή, αλλά οι εκκεντρικές ιχνηλατήσεις του, οι αρνητικές του εκλάμψεις. Σ’ αυτή την επικράτεια του αρνητικού, του κακού όπως λέει ο Αριστηνός, η επιθυμία και η απόλαυση εγγράφονται μέσα στη σκιά του θανάτου, γι’ αυτό και ο ήρωας του βιβλίου ακόμη και όταν θηλυκώνει το σώμα του πάνω σ’ αυτό το γυμνό σώμα της Νικόλ θα ’ναι η θύμηση της νεκρής μητέρας του που θα θολώσει το νου του, αυτό το αιώνιο δούναι και λαβείν της ζωής και του θανάτου, της επιθυμίας και της διεστραμμένης της απόλαυσης. Αυτού του Άλλου που εγγράφεται πάντα ως Ίδιο, το σύμπτωμα μιας ανησυχαστικής, αντιφατικής, αδύναμης, εν τέλει, επιθυμίας. «Κάτι παρόμοιο θα γίνει και με σένα Νικόλ, τώρα είσαι μια πορσελάνη της Λιμόζ, un object fragile, μα θα γίνεις ράκος, λεκές της ύπαρξης, petit σκατό συρρικνωμένο, κλάσμα συρρίκνωσης, something, τίποτα, ένα κεφάλι αφυδατωμένο, πατικωμένο και σμικρυμένο όπως τα κεφάλια των ινδιάνων που βλέπει κανείς στο μουσείο του ανθρώπου, στο Παρίσι, η σάρκα σου, που κάνει το πέος μου να σφύζει, είναι προγραμμένη, θα σε φάει ο σκόρος, αγάπη μου, κι από τα χείλη σου, θα μείνει μια αποκρουστική γνάθος!».
   Το εγγράμματο λογοτεχνικό ίχνος του Αριστηνού αποδίδει κι εδώ ένα μοναδικό έργο, όχι μόνο μέσα στο σωρό της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής, εκεί δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη προσπάθεια για να ξεχωρίσει κανείς, αλλά και στο σύνολο του έργου του. Μια κορύφωση  που συγκεφαλαιώνει, μ’ έναν άφθαστο γλωσσικό και μυθοπλαστικό έλεγχο, όλον αυτόν τον ιδεόληπτο και θανατόφιλο ερωτισμό του. Ένα πρωτότυπο έργο που εκθέτει τις ιδιωματικές του πτυχώσεις στο αστραποβόλημα του κακού, ακόμη καλύτερα, στην απόλαυση του κακού, στη μανία της ερωτικής διαστροφής και μέχρι τις ακρώρειες του θανάτου της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου