Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Η κωμωδία των βραβείων



Τόμας Μπέρνχαρντ
Τα βραβεία μου
Μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου,
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, αυτός ο κορυφαίος αυστριακός συγγραφέας, που σφράγισε με το έργο του τη γερμανόφωνη μεταπολεμική λογοτεχνία, ήταν στην πραγματικότητα ένας ιδιόρρυθμος αναχωρητής, με μια πληγωμένη ψυχή κι ένα άρρωστο σώμα. Ο αυστριακός μικροαστισμός, η κακεντρέχεια των συντεχνιών, η κοινωνική υποκρισία, αλλά κι η κρατική διαφθορά υπαγόρευσαν ένα αιχμηρό έργο γεμάτο σαρκασμό και υπαρξιακή μελαγχολία για έναν κόσμο που αποδείχτηκε τελικά μια σκέτη απάτη. Τη δεκαετία του '60 όμως ο Μπέρνχαρντ αποδεχόταν μια σειρά παράλογων, όπως σημειώνει κι ο ίδιος, διακρίσεων για το έργο του. Μια σειρά βραβείων που για τον Μπέρνχαρντ δεν αναπαριστούσαν τίποτε άλλο απ’ αυτή την υποκρισία, την «ατιμία», όπως λέει χαρακτηριστικά, όλων αυτών των ακαδημαϊκών και λογοτεχνικών κύκλων που δεν ενδιαφέρονταν στην πραγματικότητα για το τιμώμενο έργο παρά μόνο για τον αναδιπλασιασμό του κοινωνικού τους πεδίου και τη διασπάθιση βέβαια κρατικού χρήματος. Θα είναι μάλιστα αυτό το οικονομικό έπαθλο που θα συνοδεύει τα βραβεία και θα κάνει τον Μπέρνχαρντ να ανταποκρίνεται κάθε φορά θετικά στην παραλαβή τους. «Θα πάρω τα χρήματα», έλεγε στη θεία του που τον συνόδευε, με μεγαλύτερη πίστη απ' αυτόν, σε όλες τις τελετές των βραβείων, «επειδή πρέπει κανείς να βουτάει ό,τι μπορεί από το κράτος που διασπαθίζει κάθε χρόνο δισεκατομμύρια χωρίς τον παραμικρό λόγο... Σιχαινόμουν τα βραβεία όσο δεν σκεφτόμουν τα χιλιάδες σελίνια που τα συνόδευαν». Ο Μπέρνχαρντ επιφύλασσε για τους ανθρώπους των ιδρυμάτων που τον βράβευαν τη μεγαλύτερή του απέχθεια. Αλλά και γι' αυτά τα ίδια τα ιδρύματα, τους συλλόγους, τις λογοτεχνικές ενώσεις, τα κλειστά clubs των διαφόρων, και πόσω μάλλον των καλλιτεχνικών συντεχνιών. Μια απέχθεια και για το τυπικό αυτών των εκδηλώσεων, τους επισήμους, τις φάλτσες ορχήστρες, τις εθιμοτυπικές ομιλίες, σε κάποια μάλιστα απ' αυτές βραβεύτηκε ως κυρία Μπέρνχαρντ και σε μια άλλη για ένα μυθιστόρημα που δεν είχε γράψει ποτέ. Αδιάφορες τελετές, αδιάφορων ανθρώπων. Το τιμώμενο έργο ήταν πάντα σ’ αυτές απόν. Μόνο το χρηματικό έπαθλο, η προσμονή του, η υπομονή του για την ώρα που θα του παρέδιδαν το φάκελο με την επιταγή, μόνον αυτό, τίποτε άλλο. Το άγχος του εκείνες τις ώρες ήταν απερίγραπτο, οι προηγούμενες νύχτες που δεν έκλεινε μάτι, η διαδρομή προς την αίθουσα τελετών, που ήταν γι' αυτόν μια διαδρομή προς εκτέλεση. Σπάνια εκφωνούσε σ' αυτές τις τελετές κάποιο λόγο. Ήταν η αμηχανία αλλά κι η ρητορική του ανικανότητα, όπως έλεγε, που δεν του επέτρεπαν να συντάξει λίγες προτάσεις. Οι λιγοστές όμως σελίδες των τριών μόλις ομιλιών του είναι πολύτιμες. Απ’ την ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Γκέοργκ Μπίχνερ διαβάζουμε: «...οι λέξεις, με τις οποίες δουλεύουμε μέσα στο μυαλό μας έτσι όπως είμαστε εγκαταλελειμμένοι, χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ξεχειλωμένες λέξεις, λέξεις που είναι από ένα τίποτα και που δεν ωφελούν σε τίποτα και που είναι για το τίποτα, όπως το ξέρουμε και το κρύβουμε, οι λέξεις απ' τις οποίες γραπωνόμαστε επειδή είμαστε τρελοί από την αδυναμία και απελπισμένοι από την τρέλα, οι λέξεις μολύνουν κι αψηφούν, απαλείφουν κι επιδεινώνουν, ντροπιάζουν και παραποιούν και σακατεύουν και θολώνουν και συσκοτίζουν μονάχα...». Ο Μπέρνχαρντ αποδεχόταν λοιπόν τα βραβεία όπως πρέπει να τα αποδέχεται ένας πνευματικός άνθρωπος, χωρίς πίστη και χωρίς ενοχές.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 9.7.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου