Yukio Mishima
Η Μαρκησία ντε Σαντ
Η Μαρκησία ντε Σαντ
Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης
Εκδόσεις Άγρα
Όταν το 1965 ο Γιούκιο Μίσιμα επιχειρεί να γράψει το
θεατρικό του έργο «Η Μαρκησία ντε Σαντ» είχε ήδη διαβάσει μια βιογραφία του
Sade και είχε προβληματιστεί έντονα από ένα οικογενειακό του επεισόδιο. Όταν ο
Μαρκήσιος αποφυλακίζεται, μετά από την τριακονταετή του κράτηση, η μέχρι τότε
πιστή σύντροφος του τον εγκαταλείπει αποσυρόμενη σε μοναστήρι. «Αυτό το αίνιγμα», σημειώνει στο επίμετρο
της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του ο Μίσιμα, «χρησίμευσε σαν αφετηρία του έργου μου το οποίο και είναι μια απόπειρα
λογικής εξήγησης». Μια εξήγηση βέβαια που δεν είναι και τόσο καθαρή μέσα
στο έργο και φαίνεται εν τέλει να μην είναι και αυτή που το δοκιμάζει. Τα
πρόσωπα του έργου είναι έξι γυναίκες, η Ρενέ Μαρκησία ντε Σαντ, η γυναίκα του
Σαντ, η μητέρα της κι πεθερά του κυρία ντε Μοντρέιγ, που ήταν και η υπεύθυνη
για την φυλάκιση του, η Αν, η μικρότερη αδελφή της Ρενέ που ήταν για μια μικρή
περίοδο και ερωμένη του Μαρκήσιου, η υπηρέτρια τους Σαρλότ, η θρήσκεια βαρόνη
ντε Σιμιάν και η κόμισα ντε Σαιν Φον, που θα σκοτωθεί μεταμφιεσμένη σε πόρνη
στα εξεγερμένα σοκάκια της Μασσαλίας. Το Μαρκησία
ντε Σαντ είναι ένα έργο που η σκηνική του δράση εκτυλίσσεται μέσα στον
ίλιγγο των φιλοσοφικών του διάλογων. Είναι αυτές οι γυναικείες φωνές που
δοκιμάζονται πάνω στη διαστροφική φύση της επιθυμίας, όπως αυτή τη διατύπωσε με
έναν μοναδικό κι απόλυτο τρόπο ο Σαντ. Ο Σαντ που είναι σε όλο το έργο ωσεί
παρών, μέσω αυτής της εκκωφαντικής και σκανδαλώδους απουσίας του, όπως κι ο
Πέρσεβαλ στα Κύματα της Γουλφ, θα σημειώσει η Γιουρσενάρ, ή η Ρεβέκκα στην
ομώνυμη ταινία του Χίτσκοκ. Όλες αυτές οι γυναικείες φωνές που διαρκώς μιλούν
για τον Σαντ, σαν να εκτρέπονται απευθυνόμενες
σ’ αυτόν παθιασμένα. Ο Σαντ γίνεται έτσι μέσα στις σελίδες του έργου μια
αναμονή, όχι μόνο η αναμονή της αποφυλάκισής του, που συνεχώς μετατιθόταν, αλλά
κι αυτή η αναμονή της κατανόησής του. «Ο
Σαντ είναι ένα κατώφλι στο αδύνατο», θα πει κάποια στιγμή η Ρενέ. Ένα
αμφιλεγόμενο και αμετάδοτο σημείο μέσα στη γλώσσα, ένα διαφυγών ίχνος που
εγείρει γύρω του την διαρκή του επιθυμία. «Στον
κόσμο λένε ότι ο Αλφόνς έχει διαπράξει εγκλήματα. Για μένα όμως πια Αλφόνς και
εγκλήματα είναι ένα και το αυτό, όπως εξάλλου τα ωραία χαμόγελα και η οργή του,
η τρυφερότητα και η σκληρότητα, και τα δάκτυλα αυτού του ανθρώπου που σπρώχνουν
το μεταξωτό νυχτικό απ’ τους ώμους μου είναι ίδια μ’ εκείνα που γράπωσαν το
μαστίγιο και χαράκωσαν τη πλάτη της πόρνης στη Μασσαλία».
Ο Σαντ είναι αυτό το Έξω της γλώσσας, η διαστροφή της, ό,τι
εγκαταλείπει κι εγκαταλείπεται στη γλώσσα. «Ήταν
εγώ», θα πει η κόμισα ντε Σαιν Φον καθώς θα περιγράφει στις τρομοκρατημένες
γυναίκες τις εκτροπές της, «Θέλω να πω
ήταν το λουσμένο στο αίμα σάρκινο τραπέζι, ένα τυφλό έμβρυο τριών μηνών με
μαραμένα χέρια, έκτρωμα απ’ τη μήτρα του θεού, ναι ο μαρκήσιος ντε Σαντ είναι
ένα αιματοβαμμένο θεϊκό έκτρωμα, που δεν μπορεί να είναι ο εαυτός του παρά μόνο
όταν δραπετεύει απ’ αυτόν». Αυτό το εκτός εαυτού σαδικό Εγώ που καταλύει
κάθε δυνατή αυτονομία του Λόγου, εκτρέποντας τον στις συστροφές του, στις
αδύνατες υποστασιοποιήσεις του. Οι λογοτεχνικοί ήρωες του Σαντ, πάνω στους
οποίους θα εντρυφήσει η Ρενέ επιχειρώντας να κατανοήσει τον μαρκήσιο, δεν είναι
ανθρωπόμορφες διαστροφές αλλά οι αδύνατες εγγραφές τους. Η διεστραμμένη γραφή
του Σαντ είναι στην πραγματικότητα
μια αδύνατη γραφή ακόμη και οι ήρωες του αδυνατούν να αναγνωρίσουνε τον εαυτό
τους σ’ αυτή. Η πραγματιστική προσήλωση του έργου του, η ρυθμική
επαναληπτικότητα των σαδικών του πράξεων, δεν καταφέρνουν έτσι να εγγράψουν τη
πράξη μέσα στο Λόγο, αλλά να αφανίσουν και το Λόγο στον μοναδικό τόπο της
εκτροπής και καταισχύνης του, στον τόπο της πράξης. Σ’ αυτό το περιβάλλον της
εκτροπής, της εκτροπής των λέξεων και των πράξεων, ό,τι εν τέλει διασώζεται δεν
είναι τίποτε άλλο απ’ αυτό που ο Klossowski θα ονομάσει «διάκλειση». Αυτή η αδύνατη χειρονομία του Έξω που εκτρέπει και τη
πράξη και τη γραφή, την μία μέσα στην άλλη, την μια ενάντια στην άλλη. Αυτός ο
πραγματισμός της γραφής Sade που γίνεται η ίδια η ειρωνεία της λέξης, η
απομάκρυνσή της στο δικό της μπουντουάρ, στη δικής της σκηνή της σαγήνης.
Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη 15.10.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου