Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Οι κρυπτωνυμίες της γραφής



Χάρης Βλαβιανός, Χρήστος Χρυσόπουλος
Διπλό όνειρο της γραφής
Εκδόσεις Πατάκης

Πως γράφεται ένα βιβλίο από κοινού; Πως συντονίζονται και συνεργάζονται δυο σκέψεις πάνω στο σχέδιο μιας γραφής; Το «Διπλό όνειρο της γραφής» είναι ένα σχετικό εγχείρημα. Η από κοινού χειρονομία του ποιητή Χάρη Βλαβιανού και του πεζογράφου Χρήστου Χρυσόπουλου, να προσυπογράψουν έναν θραυσματικό κείμενο πάνω σ’ αυτό το θαμπό ίχνος της γραφής. Μια από-καλυπτική «συνομιλία» που διατρέχει όλη την κλίμακα της λογοτεχνίας, από την οντολογία της γραφής της, τις κρυπτωνυμίες και τις αναφορικές της καταβολές, κειμενικές πάντα παρά ζωικές, έως αυτή την πανουργία του συγγραφέα, την κατάκτηση του ύφους του και την αμφίσημη σχέση του με την πραγματικότητα και την εποχή του. Μια διπλή υπογραφή που αφήνει στις σελίδες της έναν μονοφωνικό λόγο, μια περιπλανώμενη ενικότητα, που εγείρει όμως κι άλλες φωνές κι άλλες υπογραφές, ένα πολυφωνικό, εν τέλει, λόγο, ένα διαλογικό, διακειμενικό κείμενο, αυτό το ιερό καθεστώς της συνυπογραφής, να συνυπογράφεις τον συσσωρευμένο απόθεμα, να χειρονομείς σ’ αυτό το παλίμψηστο σώμα της γραφής και όπου παρά τις συνυπογραφές του αυτό να μένει πάντα ενικό και ανοίκειο.

«0.0
«Σε τι χρησιμεύει να λογομαχούμε με το μηδέν;» (Εμίλ Σιοράν).
0.1
«Το ζήτημα με το μηδέν είναι ότι αποδυκνείεται άχρηστο στην καθημερινή ζωή. Κανείς δεν βγαίνει στην αγορά να αγοράσει μηδέν ψάρια. Είναι κατά καποιον τρόπο το πιο καλλιεργημένο απ’ όλα τα σημεία – η χρήση του έγινε αναγκαία από τις αφηρημένες έννοιες της σκέψης» (Άλφρεντ Νορθ Γουατχεντ).
0.1.1
«Το μηδέν είναι το πιο εκλεπτυσμένο και υπέροχο καταφύγιο του πνεύματος – σχεδόν ένα αμφίβιο ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία» (Γκοτφριντ Λάιμπνιτς)
0.1.2
«Σε μια αξιωματικά οργανωμένη θεωρία θα υφίσταται πάντα ορισμένες προτάσεις, οι οπόιες δεν μπορούν να αποδειχθούν ως αληθείς ή ψευδείς χρησιμοποιώντας τους κανόνες και τα αξιώματα της ίδιας της θεωρίας» (Κουρτ Γκαίντελ, 1ο Θεώρημα της Μη Πληρότητας)
0.2
Κάθε λόγος είναι εγκλωβισμένος μέσα στην αυξομείωση των βαθμών: «Γράφω». Αυτός είναι ο πρώτος βαθμός.
0.2.1
Κατόπιν: «Γράφω ότι γράφω». Αυτός είναι ο δεύτερος βαθμός.
0.2.2
Μα πριν απ’ τη γραφή, ο «βαθμός μηδέν» της γραφής: η γραφή που είναι πάντοτε ήδη παρούσα.»

Όταν μιλάς για την γραφή αναγκαστικά ξεκινάς τις σκέψεις σου απ’ το μηδέν, το μηδέν που αριθμεί και το πρώτο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου. Αυτή η μηδενική θέση της γραφής πάνω στο σώμα του Πραγματικού, το μετέωρο ίχνος της.  Μια γραφή που γίνεται η ανάμνηση του εαυτού της, η πιο αδύνατη εκφορά του Είναι της. Η  σκηνή της έκλειψης του κόσμου αλλά και η «πανούργα» μαζί δεξίωση της απουσίας του. Παραφράζοντας μάλιστα μια ρήση του Μπαρτ, που ακούγεται, κι όταν δεν ακούγεται, μέσα στο βιβλίο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία αντιγράφει αυτό που είναι ήδη απωλεσμένο. Ό, τι απομένει είναι η διακειμενικότητα, αυτό το συμπαντικό στερέωμα της γραφής, όπως αυτός ο διάφανος ορίζοντας της θάλασσας που συνέχει και διεγείρει πάντα, όλα τα τοπία της Ντυράς. Είναι αυτή η «παραβατικότητα της λογοτεχνίας», η ομιλούσα σιωπή του κόσμου, το κατοπτρικό του ίχνος, η επιστροφή των εξαρνημένων του λέξεων, το αδύνατο ίχνος τους επί χάρτου. «Ο χώρος της λογοτεχνίας», έλεγε ο Μπλανσό «είναι ο χώρος της καταστροφής», «το τέλειο έγκλημα» του Μπωντριγιάρ.  

«10.1
Λέμε (ακολουθώντας πάλι τα χνάρια του Έλιοτ): «Ο ποιητής πρέπει να είναι πορτοφολάς, όχι διαρρήκτης» και αμέσως κατανοούμε ότι εδώ υπονοείται μια θεωρία της λογοτεχνίας.
10.1.1
Η γραφή (τώρα που δεν τίθεται πια ζήτημα πρωτοτυπίας) συχνά παρομοιάζεται με κάποιο έγκλημα ή παρεκτροπή. Είναι: κλοπή, αντιγραφή, απάτη, τυμβωρυχία, πλαστοπροσωπία, ψευδομαρτυρία κλπ.
10.1.2
Αντιστοίχως οι συγγραφείς καθίσταται: κλέφτες, αντιγραφείς, απατεώνες, τυμβωρύχοι, υποκριτές, ψευδομάρτυρες κλπ.
10.1.2.1
Όπως λέει και ο Γέητς στον Ερημίτη του: ‘Είμαστε όλοι καταδικασμένοι να αντιγράφουμε αντίγραφα’».

Η λογοτεχνική γλώσσα δεν είναι έτσι μια θριαμβεύουσα γλώσσα, μια αποκαλυπτική συν-κίνηση, αλλά μια αληθινή απορία, μια επιδεινούμενη κρίση. Θεμέλιο του έργου δεν είναι το κυρίαρχο νόημα του, αλλά αυτό το απορημένο Είναι του δημιουργού του. Δεν είναι έτσι η «ανάγκη για γράψιμο» που γεννά το έργο, ούτε το ταλέντο του δημιουργού του, αλλά ούτε κι’ αυτή η ακριβή επίσκεψη της έμπνευσης, «η Μούσα έχει πάψει να κάνει ‘κατ’ οίκον επισκέψεις’», αλλά αυτός ο προγενέστερος Άλλος, ο ήδη παραδεδομένος λόγος, οι προδιαθέσιμες λέξεις του, προδιαθέσιμες ήδη στο ανείπωτο, αυτή η διαρκής τους συσσώρευση, η γονιμότητα τους, η επαναδιέγερσή τους. Ο συγγραφέας έτσι παραδίδεται στην κυριαρχία αυτού του πρότερου λόγου, τον αποδέχεται, τον δαπανά, τον μεταθέτει, τον εκμεταλλεύεται ανενδοίαστα. Η λογοτεχνία ως ένας ενεργοπαθητικός ερωτισμός. Αφήνομαι να ενεργήσω πάνω σου. Ένα έργο πάντοτε εν εξελίξει, κυριολεκτικά ελευσόμενο. Ένα «Είναι» ανιστορημένο στην διάρκεια αυτής της καταγωγικής του Απορίας. Γι’ αυτό και η «αλήθεια» του, θα είναι πάντα και το πιο αμφιλεγόμενο σημείο του, αυτή ακριβώς η δι-αφάνεια του νοήματός του, το «σιωπηλό του κενό», [Μπλανσό].

«18.1
Θέση πρώτη: «Δεν υπάρχει έργο που να μην στρέφεται κατά του αυτουργού του» (Εμίλ Σιοράν).
18.1.1
Το ποίημα θα συντρίψει το ποιητή
18.1.2
Το σύστημα, τον φιλόσοφο.
18.1.3
Η πράξη, τον άνθρωπο της δράσης.
18.1.4
Καθετί που πριν θεωρούνταν χρήσιμο ή ωραίο, φαντάζει ξαφνικά περιττό και άχρηστο και καταστρέφεται χωρίς ενδοιασμό.»

Η γραφή είναι ο «εχθρός του ποιητή». Υπονομεύει τον δημιουργό της και το έργο του. Τους εξωθεί και τους δύο στις ακρώρειες μιας τελικής διακινδύνευσης. Είναι αυτός ο κενός πυρήνας του έργου, το αδιατάρακτο σημείο του, ό, τι έχει κατανοηθεί, έστω και λανθασμένα, ως η μοναξιά του ποιητή. Είναι το έργο που κλείνει μέσα του την απουσία, την απουσία και αυτού του ίδιου του δημιουργού του, όταν αυτός προσέρχεται σ’ αυτό για να καταφύγει στον εαυτό του και βιώνει εκεί την πιο οριακή του μοναξιά. Αυτή ακριβώς η απουσία του έργου που καθίσταται πλέον και η αιώνια ουσία του. Η γραφή έτσι δεν είναι η α-λήθεια του κόσμου αλλά η λήθη του, η εκτροπή του στη σκηνή της σαγήνης. Είμαστε ήδη όμως στο εσωτερικό των πραγμάτων, στη μέσα όψη του κόσμου. Η σκηνή της σαγήνης γίνεται έτσι η σκηνή του θανάτου. Έχει δίκιο η Κρίστεβα: «όποιος έρχεται αντιμέτωπος με την λογοτεχνία κινδυνεύει να μείνει στον τόπο».

«30.2
Αυτές οι σκέψεις είναι το ίχνος του μολυβιού.
30.3
Οι σκέψεις το ίχνος του μολυβιού.
30.4
Το ίχνος του μολυβιού,
30.5
Του μολυβιού.»

Εν τούτοις ο συγγραφέας γράφει, γράφει αυτό το «ίχνος του μολυβιού», όταν το άλλο χέρι, το χέρι που δεν γράφει, όπως λέει ο Μπλανσό, πετά το μολύβι που γράφει και μένει μόνο του αυτό το ίχνος του μολυβιού, στη μοναξιά όμως τώρα της αφαίρεσης του, της αφαίρεσης του απ’ αυτή την ατέρμονη κυκλοφορία του λόγου. Μένει  το ίχνος μόνο αυτής της αποσπασματικής του καθήλωσης, στη συγκεκριμένη, ατελή και αναμένουσα δομή του βιβλίου.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 16.10.2010.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου