Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Το πεδίο της ανωμαλίας



Μισέλ Φουκώ
Οι μη κανονικοί
Μετάφραση: Σωτήρης Σιαμανδούρας
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

   Στα σεμινάρια του ο Φουκώ εξέθετε τη γραμματεία του αλλά και τις αναγνωστικές του μεθόδους, τις τεχνικές των φιλόδοξων γενεαλογήσεών του. Έτσι και σ’ αυτές τις παραδόσεις του, με τον τίτλο «Οι μη κανονικοί», που δόθηκαν στο κολέγιο της Γαλλίας το 1974-5 επιχειρεί, μέσα από την εκτενή παρουσίαση μιας σειράς γνωματεύσεων και αφηγήσεων, να αναπαραστήσει το «πεδίο της ανωμαλίας», το «καταραμένο απόθεμα» των μη κανονικών. Ο Λουδοβίκος ο ΙΣΤ΄ και η Μαρία Αντουανέτα, αυτό το τερατικό ζευγάρι, μαζί με μια παρέα εγκληματιών όπως η γυναίκα του Σελεστά και η Ανριέτ Κορνιέ, αλλά και ο Κίνγκ Κόνγκ και οι κοντορεβιθούληδες, θα γίνουν για τον Φουκώ το αδιανόητο περιθώριο της μη κανονικότητας, οι ανώμαλοι που είναι πάντα πέραν του λόγου, ενός λόγου που, όπως λέει χαρακτηριστικά, έχει «την θεσμική εξουσία να σκοτώνει». Γνωματεύσεις που έρχονται όχι για να διαγράψουν τον ορίζοντα μιας άλλης σκηνής, να στοχαστούν δηλαδή πάνω στην εκκεντρικότητα του υποκειμένου τους, αλλά για να αναδιπλασιάσουν, όπως λέει ο Φουκώ, τα στοιχεία της ίδιας της παραβατικότητας, να μεγεθύνουν το διαθέσιμο είδωλό της, το αξιόποινο ίχνος του. Τα αντικείμενα αυτού του λογού είναι σώματα που φέρουν την παραβατικότητα τους, τα ίχνη της εκτροπής τους απ’ την κανονικότητα του πραγματικού. Ίχνη που χαρακτηρίζουν και αναπαριστούν το άτομο, που το καθιστούν ένα υποκείμενο επιθυμίας, αυτής της «επιθυμίας του εγκλήματος». Εκεί ακριβώς που θα έπρεπε όμως για τον Φουκώ να υπάρχει πάντα μια διάκριση, ανάμεσα στην ασθένεια και στην υπευθυνότητα: «επιλογή πρέπει να γίνει, η τρέλα δεν μπορεί να είναι ο τόπος του εγκλήματος και αντίστροφα το έγκλημα δεν μπορεί να είναι από μόνο του μια πράξη η οποία ριζώνει στη τρέλα».   Ψυχιατρικές πραγματογνωσίες, αμφίβολου ψυχιατρικού κύρους, στα όρια ακριβώς του δικαστικού και του ιατρικού θεσμού, που δεν απεικονίζουν παραβάτες ή αθώους, ασθενείς ή μη ασθενείς, αλλά τη κατηγορία των «μη κανονικών», πλαισιώνοντας τη πάντα από ένα άτεγκτο μηχανισμό επιτήρησης και συμμόρφωσης. Ο λόγος έτσι μιας διαφορετικής τεχνικότητας που αναδεικνύει όμως τον κανονικοποιημένο του ορίζοντα. Η αναφορά εδώ του Φουκώ στο μνημειώδες έργο του Ζ. Κανγκιλέμ, το Κανονικό και το παθολογικό, μοιάζει σχεδόν αυτονόητη. Η αληθής θέση του κανόνα, η κατασκευασμένη του φύση αλλά κι αυτή η ισχύς του, η πολιτική της κανονικοποίησής του, διαγράφουν το πλαίσιο όπου ένας ολόκληρος πληθυσμός παρεκκλινόντων ατόμων εντοπίζεται και διαγράφεται στην επικράτεια της εξουσίας του νόμου. Αρχαιολογώντας ο Φουκώ την ανωμαλία εντοπίζει τις απαρχές της σε τρεις ανησυχαστικές μορφές που εμφανίζονται τον 17ο και μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, τον άνθρωπο-τέρας, το αδιόρθωτο άτομο και το αυνανιζόμενο παιδί. Σχιζοειδείς προσωπικότητες, μάγισσες και ερμαφρόδιτοι, ένα ολόκληρο απόθεμα μεταιχμιακών υποστάσεων, τρομακτικών εξαιρέσεων, που συνδυάζουν «το αδύνατο και το απαγορευμένο», το περιθώριο της επικράτειας του κανόνα, το περίσσευμα της εξουσίας του νόμου. Υποκείμενα που κατορθώνουν να παραβιάσουν το νόμο και να ακυρώσουν το λόγο και την εμβέλειά του. Και από την άλλη αυτό το ανυπέρβλητο κενό της δικής τους εξαίρεσης, η ωμότητα της καταγραφής τους. Ο άνθρωπος-τέρας γίνεται έτσι αυτή η δυνατή μορφή της αδυναμίας, η υπερβολική της αντανάκλαση, το τερατώδες που θα υπάρχει πίσω από κάθε μικρή ανωμαλία, πίσω από κάθε έγκλημα. «Ποιο είναι το μεγάλο τέρας της φύσης που διαγράφεται πίσω απ’ το κλεφτρόνι» αναρωτιέται ο Λομπρόζο. Μια εξ-αιρετική και από-γοητευτική θέση που δεν αποκλείει όμως το τέρας και από την κατανοησιμότητα του.
   Ο ανώμαλος θα’ ναι πάντα εγγεγραμμένος στο αρνητικό του ίχνος, ένα ίχνος όμως που ταυτοποιεί το υποκείμενο του καθώς τ’ αφιερώνει εξ ολοκλήρου και διαπαντός στις αδιανόητες αποκλίσεις του. Η εξαιρετική θέση αυτού του τερατώδους ανθρώπου μέσα στο κοινωνικό σύνολο που αναγνωρίζεται απ’ τον Φουκώ στο πρότυπο του Βασιλιά. Ο Λουδοβίκος έτσι ο ΙΣΤ΄ είναι το «μεγάλο γενικό μοντέλο» του τέρατος, αυτός που είναι πέραν του κοινωνικού συμβολαίου, η εξαίρεση όλων των νόμων, η εκλειπτική όλων των ποινών, η περίπτωση που προκαλεί αμηχανία σε κάθε σκέψη και σε κάθε απόφαση. Η καταδίκη του ήταν ένα πρόβλημα, το ίδιο και η καταδίκη της Μαρίας Αντουανέτας, της τερατώδους Βασίλισσας, της ξένης, της θορυβώδους, της έκλυτης. Η τρέλα της καταδίκης της θα ναι η απόφαση μιας άλλης τερατώδους υπόστασης, αυτής του επαναστατημένου λαού που θα διαρρήξει με τη σειρά του τις αρχές του κοινωνικού συμβολαίου. Δυο εξαιρετικές υποστάσεις που συναγωνίζονταν από μια διαφορετική βέβαια θέση στην ανθρωποφαγία. Είναι η στιγμή όπου η τερατωδία θα παραχωρήσει τη θέση της στο πλήθος των μικροανωμαλιών. Στον ασυμμόρφωτο άνθρωπο, σε μια άλλη μορφή μη κανονικότητας. Στο υποκείμενο που θα αντιδράσει στο κανονιστικό σύστημα της οικογένειας, της εκπαίδευσης, της κοινωνίας γενικότερα. Ένα σώμα, πάντα αυτό, που δεν θα το αγγίξουν οι «τεχνικές της εκγύμνασης». Ένα παράσιτο, που πάνω στο ανησυχαστικό του ίχνος θα εφαρμοστεί ένα ολόκληρο σύστημα από τεχνικές πειθάρχησης. Η ιστορική του κατάληξη θα ναι το απείθαρχο σώμα του εξεγερμένου, ένα πολιτικό συμβάν που ο Φουκώ θα το διερευνήσει εξαντλητικά στις επόμενες παραδόσεις του. Και μια τρίτη μορφή, ακόμη πιο διευρυμένη, στα όρια πλέον του καθολικού, αυτή του αυνανιζόμενου ατόμου, ο τόπος του δικού του σώματος, πέρα από το βλέμμα του άλλου. Μια καθημερινή περίπτωση αλλά παρόλα αυτά μυστική, ανομολόγητη και ακοινώνητη. Το αυνανιζόμενο σώμα γίνεται εδώ το ακραίο ίχνος μιας σωματοποίησης που φέρει πάνω της όλα τα ίχνη του αρνητικού, ένα κυριολεκτικά ρημαγμένο σώμα, το σύμπτωμα του ίδιου του θανάτου του. Αλλά μαζί και ένα σώμα που θα εδραιώσει τη γελοιότητα μιας «ολόκληρης οικογενειακής δραματουργίας» με τις νυχτερινές της γονικές περιπολίες, τον έλεγχο των σεντονιών, τις καθηλώσεις στο κρεβάτι του ύπνου, μια εφοδιασμένη τεχνολογικά πολιτική ενθυλάκωσης αυτού του σώματος, του σώματος του παιδιού στο σώμα των γονέων, σ’ αυτό, εν τέλει, το οικογενειακό σώμα, «το σώμα του καγκουρό», όπως θα πει ο Φουκώ, της «πυρηνικής του οικογένειας». Τρεις διακριτές μορφές που διαμοιράζουν όμως τα γνωρίσματα τους στο «πεδίο της ανωμαλίας», στο πεδίο εν τέλει του σεξουαλικού. Είναι αυτή η αντικειμενοποιημένη σάρκα, μια ύπαρξη που αποσπάται και αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στις εκτροπές της. Το «σώμα της λαγνείας», που γίνεται τώρα ένα ακραίο, «ψυχιατρικοποιήσιμο αντικείμενο». Είναι εδώ που ο Φουκώ θα εντοπίσει τη λειτουργία ενός λόγου, που εκφέρεται, όχι στην ελευθερία της ομολογίας του, αλλά στον κανόνα της σιωπής του, στο περίκλειστο πλαίσιο της μετάνοιάς του. Μια ομολογημένη ενοχή που από-καλύπτει την μεταστροφή της, την μυστικιστική απόσυρση του λόγου της. Η μαγεία και ο δαιμονισμός γίνονται έτσι σκηνές αυτού του σώματος, περιοχές όπου το σώμα ανακτά την μυθική του ένταση, το ρίγος της κοσμολογικής του διάστασης. Ο Φουκώ μιλά για την ένταση αυτής της σκηνής, για το σπασμό του σώματος, για τα τινάγματά του, τις λιποθυμίες και τις κραυγές του. Ένας σπασμός που θα περάσει σταδιακά από τον εκκλησιαστικό στον ψυχιατρικό έλεγχο και θα γίνει αυτό το άνισο ίχνος της τρέλας. Είναι μάλιστα αυτή ακριβώς η στιγμή όπου η ψυχιατρική θα αρχίσει να οργανώνεται ως η «τεχνολογία της ανωμαλίας», μια τεχνολογία που θα συνεχίσει να εντοπίζει και να κανονικοποιεί όλη την εξαιρετικότητα του άλλου.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 6.11.2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου