Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Η τυραννία της γλώσσας



Γιώργος Αριστηνός
Τοξικά απόβλητα
Εκδόσεις Κέδρος

«Οιονεί δοκίμια», χαρακτηρίζει ο Γιώργος Αριστηνός αυτή τη συλλογή των σαράντα πέντε κειμένων, επιφυλλίδων του στη «Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία», «απόπειρες να πυκνώσει και να ανακεφαλαιωθεί μια ορισμένη σκέψη γύρω από τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό»: οι καταγωγές της νεωτερικότητας, οι δυσανεξίες της, το φαγοπότι των σελίδων της, οι παραδοσιακές, αλλά και οι ανιστορικές της απολήξεις, οι ελληνικοί της γρίφοι, κείμενα, εν τέλει, πάνω σ' αυτό το συμβάν της γραφής, σε κείνα τα έργα που έχτισαν το νεωτερικό φαινόμενο και διέσπειραν το ιοβόλο του ίχνος, όλο αυτό το παίγνιο της γλώσσας, που εκθέτει και εκτίθεται.
Τη συλλογή την ανοίγουν δυο πολεμικά κείμενα, που δίνουν και το ύφος του βιβλίου. Είναι αυτό το βίαιο ίχνος της ίδιας της γραφής, «η βία που υπαγορεύει την υφή της φράσης και την επιλογή του λόγου». Ενας λόγος «εμποτισμένος όπως η γάζα στο αίμα που προεξαγγέλλει αλληγορικά ένα ανασκαμμένο τοπίο θανάτου». Είναι το ίχνος αυτής της γραφής, που δεν λέει την αλήθεια του κόσμου, που η αλήθεια του κόσμου είναι η λήθη του, η απόσυρσή του μέσα στο σύμπαν του κειμένου. Η λογοτεχνία δεν είναι έτσι η κειμενική εκδήλωση της ζωικής πλοκής, αλλά η κειμενική εκτροπή της, η σαγήνευσή της. Το όχημα για να αποκαλυφθεί ένα άλλο τοπίο, μια άλλη ιστορία κάτω απ' την ιστορία του κόσμου. Ο καμβάς γι' αυτή τη διαστροφή του αφηγηματικού λόγου, που δεν εκδηλώνεται με ακολουθίες ή ανακολουθίες γεγονότων, αλλά με σαγήνη. Ο Αριστηνός είναι αγκιστρωμένος με μια μανική πίστη εκεί στις παρυφές ενός ύστερου μοντερνισμού, που δεν υποχωρεί, δεν εγκαταλείπει, δεν παραδίδεται στις ψευδονατουραλιστικές καθηλώσεις του, αλλά ούτε και στην αδυναμία της σιωπής του. Είναι αυτή η «σημαινόμενη ύλη» του κόσμου, που δεν εγκαταλείπει τη γραφή του στο ναυάγιο της σιωπής της. Το «λαϊκό έπος» έτσι, που ο Αριστηνός επισημαίνει στον Οδυσσέα του Τζόις, διασώζεται, καθώς κομίζει μια άλλη σκηνή, μια σκηνή που το υπερβαίνει, αυτή τη σκηνή της σαγήνης, δηλαδή μια άσκηση ύφους. Το αν καταφέρνεις να σαγηνέψεις τον άλλον, να εκτρέψεις τον κόσμο του, σ' αυτή την άλλη σκηνή, μια σκηνή πάντα επέκεινα του κόσμου. Η αλήθεια του ανθρώπου, έλεγε ο Λακάν, είναι η αλήθεια της επιθυμίας του, μιας, όμως, διάφανης επιθυμίας, που παίρνει όλα τα σχήματα του κόσμου, για να παραμείνει η ίδια αόρατη. Η λέξη σκύλος έτσι δεν δαγκώνει, όπως λέγει ο Henry James, άρα η λέξη, λέει κάτι άλλο, πάντα κάτι άλλο. Οι λέξεις άλλωστε έρχονται από αλλού.
Σ' αυτά τα οιονεί δοκίμια του Αριστηνού είναι κάποιοι συγγραφείς, που έρχονται ξανά και ξανά, με μια μανιακή, (η λέξη αυτή είναι μία από αυτές τις λέξεις που χαρακτηρίζουν τη γραφή του Αριστηνού), διάθεση. Ο Φλωμπέρ, ο Προυστ, ο Τζόις, ο Παπαδιαμάντης, ο Καρούζος. Είναι οι προσυπογραφές του Αριστηνού, που καθιερώνουν και διασώζουν το ίδιο το ίχνος της γραφής του, το παλίμψηστο και διασκορπισμένο της σώμα. Αυτή η κυκλοφορία του Ραστινιάκ, που τόσο ωραία επισημαίνει τη διαδρομή του ο Αριστηνός, από τον έναν συγγραφέα στον άλλον, από το ένα κείμενο στον άλλο, η στιγμή, στην Αισθηματική αγωγή του Φλομπέρ, που ο Ντελοριέ απευθύνεται στον Φρεντερίκ Μορό με τη φράση: «Θυμήσου τον Ραστινιάκ στην Ανθρώπινη κωμωδία», ή όπως ο Μάρλοου, που κυκλοφορεί με άνεση σε διάφορα έργα του Κόνραντ, δίχως απαραίτητα να είναι και το ίδιο πρόσωπο, αλλά και η Μαντάμ Μποβαρύ, που συνομιλεί με τα αντίστοιχα ρομαντικά μυθιστορήματα της εποχής της, που τα απορροφά, τα αναλαμβάνει, αλλά μαζί και τα αμφισβητεί, τα μετασχηματίζει. «Η γραφή», λέει ο Αριστηνός, με αφορμή τον Πιερ Μενάρ, του Μπόρχες, «δεν είναι κάτι έξω από τον εαυτό της, μια πράξη, ας πούμε, καταγραφής και διαιώνισης της μνήμης ή αυτογνωσίας, αλλά μια αναπαραγωγή εις το διηνεκές». Ο συγγραφέας έτσι δεν είναι ο δεξιοτέχνης της γραφής, αλλά αυτός που γράφεται, που αφήνεται στο καθεστώς της εγγραφής του, στην επήρεια της γλώσσας. Μια γλώσσας, όμως, χαοτικής και αμφίσημης, που καθιστά σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε απόπειρα τελεσίδικης ερμηνείας, ανάλυσης ή εξήγησής της. Υπάρχει μόνο αυτή η διασπορά του κειμένου, οι στιγμιαίες αναγνωστικές του καθηλώσεις και εκτροπές,  το ίδιο το κείμενο, που διανοίγει σχεδόν από μόνο του μια σχέση με τα άλλα κείμενα. Αυτό το περιβάλλον της διακειμενικότητας, του κειμενικού αποθέματος, του «άγχους της επίδρασης», όπως θα πει ο Μπλουμ, που κατατρώει τον δημιουργό. Άλλωστε, όπως σωστά διατείνεται ο Αριστηνός, το πρωτότυπο δεν υπάρχει, το πρωτότυπο απωλέσθη. Αυτό που υπάρχει είναι η κυκλοφορία του, η διάχυσή του, η μεταβολή του στο καθεστώς της επανεγγραφής, η μετάθεσή του σε μια νέα σκηνή, σ' ένα νέο ύφος, μια λέξη, που επανέρχεται διαρκώς σ' αυτά τα κείμενα. Ακόμη κι η πιστή του αντιγραφή είναι σχεδόν αδύνατη, αυτή η μοναδική, οντολογική, υπεροχή της υπογραφής: «Γιατί τίποτε δεν μένει απαρασάλευτο στη δίνη ή στο βορβορυγμό του χρόνου, στη συνεχή αλληλοπεριχώρηση των πραγμάτων: ο δίδυμος, ο σωσίας, το δακτυλικό αποτύπωμα, για να μιλήσω μεταφορικά, το αντίγραφο του πρωτότυπου αποκτούν μια διαφορετική υπόσταση, άλλα υφολογικά και νοηματικά χαρακτηριστικά κατά την απαράλλακτη επανάληψή τους, απιστούν ή παρεκκλίνουν, σάμπως η πρωτοβάθμια εξίσωση α = α να είναι μια ψευδαίσθηση, ένα λογικό υβρίδιο, ίσως ένα τραγικό λάθος της έλλογης ύπαρξης». Η λογοτεχνία έτσι συγκροτεί τον δικό της αυτονομημένο κόσμο, ήρωες που αναλαμβάνουν τη ζωή τους, που εξελίσσονται, και κυκλοφορούν, μέσα από άλλες υπογραφές, από διαφορετικές αναγνωστικές εμπειρίες. Το λογοτεχνικό έτσι έργο γίνεται ο δικός μου μοναδικός καθρέφτης, η δική μου αλήθεια, ο δικός μου ρεαλισμός, το δικό μου χάσιμο. Αλλά, ακόμη κι εδώ, όμως, ο Αριστηνός δεν αναπαύεται, δεν ενδίδει στον φορμαλισμό μιας αυτοαναφορικής γραφής, αποκομμένης απ' τις ζωικές της ριζώσεις. Θέλει να βλέπει την εσωτερική της κυκλοφορία δίπλα στο δίδυμο της αναφορικότητάς της. Παίρνει έτσι τις αποστάσεις του από την αποδομητική σκέψη, αναγνωρίζοντας στην αυτοδυναμία της γλώσσας αυτές τις εμπειρικές της καταγωγές. «Γιατί η γλώσσα, όταν δεν ενσωματώνει τον σύνθετο ιστό της εμπειρικής πραγματικότητας, απαγχονισμένη και ενταφιασμένη στο κενοτάφιο του κειμένου, δεν είναι παρά ένα εύρημα σε ένα αποστειρωμένο φορμαλιστικό παιγνίδι».
Η γραφή του Αριστηνού είναι απ' τα ίχνη που εκθέτουν τις καταγωγές τους. Μια γραφή που παίρνει έτσι τις αποστάσεις της από τη σύγχρονη μεταμοντέρνα διάχυση, αλλά και απ' τον αυτοερωτισμό της modernite. Η ανιστορική συνείδηση του νεωτερικού ατομικισμού, αυτό το απορφανισμένο υβρίδιο του ανθρώπου χωρίς ιδιότητες, θα είναι έτσι για τον Αριστηνό ένας «ατόφιος Homo violens». Αναγνωρίζοντας, όμως, παράλληλα και την «τραυματική και αφυπνιστική συνάμα» φύση αυτής της «πρωταρχικής σκηνής» της παράδοσης. Η αναγνωστική του επάρκεια, αλλά και η κριτική του δεινότητα, ανατέμνουν διαρκώς αυτές τις οριακές εγγραφές του νεωτερικού φαινομένου. Το θρυμματισμένο έτσι έργο του Παπαδιαμάντη και του Σολωμού αναγνωρίζονται ως τα καταγωγικά θεμέλια του ελληνικού μοντερνισμού. Ο Αριστηνός μάλιστα θα 'ναι απ' αυτούς που θα επιχειρήσουν να απεγκλωβίσουν τον σκιαθίτη δημιουργό από την «ηθογραφική του κάθειρξη» και το μεταφραστικό του εγχείρημα πάνω στη Φόνισσα θα γίνει ένα πολυτιμότατο συναπάντημα, πιστό στην ανάγκη της προσωπικής εκφοράς του Άλλου.
«Να απορριφθούν τα "τοξικά απόβλητα" μιας σκέψης που έχει μολυνθεί απ' τη συνήθεια, τη γλωσσική πτώχευση, τα περιττά λίπη και τον κορεσμένο αέρα της αδράνειας». Ο Αριστηνός αντλεί στο έργο του απ' αυτό το βαθύ «μεταλλείο της γλώσσας». Μιας γλώσσας εύκαμπτης σε όλες τις διαστρωματώσεις της, ευρηματικής, αυστηρής, αρρενωπής, εριστικής. Μιας γλώσσας που βρίσκεται σε μια συνεχή «εμπόλεμη κατάσταση με τις λέξεις», λέξεις που σπαταλιούνται, όχι, όμως, στον πληθωρισμό τους, αλλά στη μυστική και διαρκή τους αυτανάφλεξη.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 12.3.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου