Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Η γενναιοδωρία της αγάπης



Πωλ Ρικέρ
Αγάπη και Δικαιοσύνη
Μετάφραση: Κική Καψαμπέλη,
Εκδόσεις Εκκρεμές

Στην περίφημη διάλεξη που έδωσε ο Paul Ricoeur το 1989, στο Τύμπιγκεν της Γερμανίας, με αφορμή τη βράβευση του με το βραβείο Lucas, επιχείρησε έναν λόγο περί αγάπης. Μ’ έναν τρόπο όμως που δεν θα ενέδιδε στους αισθηματισμούς και στις «συγκινησιακές κοινοτοπίες» του θέματος. Ο τρόπος που επέλεξε ήταν να στοχασθεί πάνω στη διαλεκτική της Αγάπης με τη Δικαιοσύνη, να διαγνώσει κατ' αρχήν την «ασυμμετρία» των δύο αυτών όρων αλλά και τις συνθήκες μαζί των ανοίκειων διαμεσολαβήσεών τους. 
Η αγάπη για τον Ricoeur μιλάει σε μια γλώσσα άλλη απ’ αυτή της δικαιοσύνης. Είναι μια γλώσσα παράδοξη, εγκωμιαστική και προστακτική ταυτόχρονα, σε αντίθεση με το νηφάλιο και επιχειρηματικό λόγο της δικαιοσύνης. Η αγάπη εκφέρει έναν λόγο πάντα υπό την επήρεια του άλλου αλλά και υπό την επήρεια αυτού του ίδιου του καθεστώτος της αγάπης. Ένας ποιητικός, δεσμευτικός λόγος που εγγράφει το υποκείμενό του στη σκηνή του άλλου, στον τόπο της σαγήνης, που γίνεται κι ο τόπος, εν τέλει, της υπαρκτικής του καθήλωσης. Είναι η εντολή: «Αγάπα με», που ο Ricoeur την αναγνωρίζει πέραν του νόμου. Μια γλωσσική και συναισθηματική εκτροπή που δεν αναγνωρίζεται σε κανένα καθεστώς λόγου παρά μόνο στο καθεστώς της σαγήνης του άλλου. Μια τροπικότητα, αυτή η δύναμη του «εκμεταφορισμού», όπως θα πει ο Ricoeur, που εγείρει και την ποιητική γλώσσα της «οικονομίας του δώρου». Αντίθετα ο λόγος της Δικαιοσύνης είναι ο σαφής λόγος μιας «κοινωνικής πρακτικής» που αποδίδει μέσα από έναν αντικειμενοποιημένο, μηχανιστικό περιβάλλον την «δίκαιη απόφασή» του. Ένας λόγος που δεν μαγεύεται αλλά επιχειρηματολογεί, δεν έλκεται αλλά επικοινωνεί, και όπου το τέλος του είναι η λήψη μιας απόφασης, σε μια στιγμή όμως που δεν θα ναι μια «στιγμή τρέλας» [Kierkegaard]. Είναι έτσι για τον Ricoeur ένας λόγος ισχύος που «διανέμει» την απόφασή του στο κοινωνικό σώμα και μ’ αυτή του ακριβώς την πράξη τον καθιερώνει.
Πώς γεφυρώνεται όμως αυτό το εμφανές χάσμα; Πως μπορεί να συντονιστεί η ποιητική γλώσσα της αγάπης με τον τυπικό κανόνα της δικαιοσύνης. Είναι το «Αγαπάτε τους εχθρούς σας», αυτό το σκανδαλώδες εδάφιο από την «επί του όρους ομιλία» του Ιησού, που θα προκαλέσει, συγκλονίζοντας, τη σκέψη του Ricoeur. Αυτή η επιτακτική εντολή της αγάπης αλλά στραμμένη τώρα σε μια ακραία κατηγορία. «Αυτή η αγάπη για τον πλησίον», λέει ο Ricoeur, «στην πιο ακραία μορφή της ως αγάπη για τους εχθρούς πρωτοσυνδέεται με την οικονομία του δώρου ακριβώς στο υπερεθικό αίσθημα της εξάρτησης του ανθρώπου-δημιουργήματος». Το κάθε δημιούργημα του Θεού που ανήκει σ’ αυτή την υπερεθική κατηγορία του «καλός». Είναι η σκανδαλώδης εδώ συγκεκριμενοποίηση της εντολής «αγάπα με» που γίνεται ο τόπος, ο αδύνατος όμως τόπος, μιας αδιανόητης συμφιλίωσης, ο τόπος μιας ριζικής ασυμβατότητας. Μια εντολή που δεν καταργεί το κανόνα της δικαιοσύνης, αλλά τον εκτρέπει στην «κατεύθυνση της γενναιοδωρίας», σε μια ποιητική που τον διασώζει από τις χρησιμοθηρικές και ωφελιμίστικές του εκπτώσεις. Είναι η ριζοσπαστικοποίηση του δικαιϊκού κανόνα που δεν θυματοποιεί τον άλλον αλλά τον εγγράφει στην υπέρηθική διάσταση της αγάπης, στην αδιανόητη και αδιάκριτη υπερβολή της δωρεάς της.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 22.1.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου