Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Εγελιανές εκδοχές


Lawrence Stepelevich
Οι πρώτοι εγελιανοί
Μετάφραση: Κώστας Δεσποινιάδης
Εκδόσεις Έρασμος.

Ο Χέγκελ (Hegel) ήταν από τους φιλοσόφους εκείνους που συνέλαβε την καθοριστική σημασία που έχει η θρησκεία στην εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος. Η χριστιανική θρησκεία υπήρξε για τον Χέγκελ αυτός ο συνεκτικός σύνδεσμος ανάμεσα σ' αυτό που χάθηκε με την αρχαία Ελλάδα και στο περιβάλλον του νεωτερικού που μόλις κι αναδυόταν. Μια φιλοσοφική «θρησκευτικότητα» που δοκίμαζε τον νεωτερικό άνθρωπο μέσα στη μνήμη του παλαιού εαυτού. Η αποκατάσταση της μεταφυσικής και της πολιτικής θεωρίας προς έναν αντικειμενικό ιδεαλισμό ήταν ένα εγχείρημα του Χέγκελ που διαστρεβλώθηκε όχι μόνον απ' τους πολεμίους του, αλλά και από τις παρανοήσεις των μαθητών και επιγόνων του. Οι ελπίδες των νεοεγελιανών σε έναν θεολογικό-πολιτισμικό διάλογο και η πίστη τους σε έναν αφηρημένο θρησκευτισμό βασίζονταν εν πολλοίς και σ’ αυτές ακριβώς τις εγελιανές παρανοήσεις.
Στο δοκίμιο «Οι πρώτοι Εγελιανοί» ο Lawrence Stepelevich επιχειρεί μια εξιστόρηση αυτού του σύντομου κινήματος του Νεοεγελιανισμού, του κινήματος των μαθητών και συνεχιστών της σκέψης του Χέγκελ, που διήρκεσε κάτι λιγότερο από δύο δεκαετίες, από το 1830 έως το 1848. Μέσα σ' αυτόν τον σύντομο όμως βίο του κατάφερε να ανατρέψει εντελώς τον αρχικό του εαυτό παρακολουθώντας έτσι αυτό το ρευστό περιβάλλον της Γερμανίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Το ιδρυτικό κείμενο του Νεοεγελιανισμού ήταν οι «Σκέψεις περί του Θανάτου και της Αθανασίας» του Φώυερμπαχ. Η στόχευση του Χέγκελ για την αποκατάσταση της Μεταφυσικής θεωρήθηκε από τους νεοεγελιανούς κατ' αρχήν ως μια «ένωση του θρησκευτικού δογματισμού με την πολιτική εξουσία». Πάντα με θεολογικούς όρους οι νεοεγελιανοί ευαγγελίζονταν τον εξορθολογισμό του κόσμου μέσω της ενσάρκωσης του Λόγου. Μια νέα φιλοσοφική σκέψη που δραπέτευε από το ακαδημαϊκό πλαίσιο για να επιδράσει στο ιστορικό της γίγνεσθαι. Ένα νέο οικουμενικό πνεύμα που οργανώνει τώρα μια ισχυρή πραγματικότητα, αυτή της νέας «Φαινομενολογίας του Πνεύματος». Η αυθεντική σκέψη του Χέγκελ ενδύθηκε έτσι το μανδύα μιας θρησκευτικής ορθοδοξίας, το συντηρητικό περιεχόμενο ενός «διατυπωμένου Χριστιανισμού». Ο νεαρός τότε θεολόγος Μπρούνο Μπάουερ θα ανακαλύψει στην εγελιανή φιλοσοφία το αληθινό περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης, αυτό το φιλοσοφικό τέλος της αποκάλυψης.
Η προοδευτική πτέρυγα του Νεοεγελιανισμού θα έρθει να αμφισβητήσει αυτή τη χριστιανική καθήλωση της εγελιανής σκέψης. Με την «Ουσία του Χριστιανισμού» του Στράους και με τη «Σάλπιγγα» του ύστερου Μπάουερ έχουμε την απόλυτη μετάβαση από τη θεολογία στην ανθρωπολογία, τον ιστορικό εξανθρωπισμό του Χριστού. Η ανθρωπότητα είναι αυτή πλέον που ενσαρκώνει τον πραγματικό Χριστό και γίνεται η ίδια ο σωτήρας του εαυτού της. Όπως σχολιάζει ο Stepelevich: «Για να σωθεί το άτομο, δηλαδή για να ξεπεράσει την αλλοτρίωσή του, θα πρέπει συνειδητά να εισέλθει στο κοσμικό ισοδύναμο του Χριστού, στην κοινότητα».
Η φιλοσοφική σκηνή του Νεοεγελιανισμού κλείνει με πάταγο. Το φθινόπωρο του 1844 θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο που με την εκκεντρικότητα της θέσης του θα οδηγήσει το διαλεκτικό σύστημα στην ακρώρεια αυτής της ίδιας της αυτοακύρωσής του. Είναι «ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του» του Μαξ Στίρνερ. Από τις κοσμικές εξιδανικεύσεις του Χέγκελ περνάμε στα πολιτικά ιδανικά των συνεχιστών του και από κει στην εγωιστική εξάρνηση αυτού του ίδιου του κοινωνικού. «Είμαι μόνον ο εαυτός μου», θα πει ο Karl Schmidt, κάνοντας τον τελικό απολογισμό αυτής της βραχύβιας σχολής.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη 11.12.2009


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου