Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Η γλωσσική έκσταση του Είναι



Martin Heidegger
Επιστολή για τον ανθρωπισμό
Μετάφραση.: Γ. Ξηροπαΐδης
Εκδόσεις Ροές

Ανέκαθεν η γραφή ήταν αυτό: μια γραφή προς τον άλλον, μια απεύθυνση, όχι μόνο επικοινωνίας αλλά και μαγείας καθώς έθετε ενώπιον του άλλου την απόλαυση ενός αδιανόητου νοήματος. Απ' τις αρχές του μάλιστα το γραμματολογικό γεγονός καθιέρωνε την συν-κίνησή του, την κοινωνία του νοήματός του.
Στις 15 Νοεμβρίου του 1945 ο νεαρός φιλόσοφος του Παρισιού Jean Beaufret στέλνει μια επιστολή στον Heidegger. Στις 23 Νοεμβρίου ο Heidegger του απαντά. Ένα χρόνο αργότερα, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1946, ο Beaufret συναντά τον Heidegger στην περίφημη ξύλινη καλύβα του στο δάσος του Todtnauberg. Ο Heidegger του υπαγορεύει τότε ένα δισέλιδο κείμενο πάνω στο ερώτημα του Είναι. Απ’ το Παρίσι ο Beaufret θα στείλει τις απορίες του και ο Heidegger θα του απαντήσει γράφοντας του την περίφημη «Επιστολή για τον ανθρωπισμό», ένα από τα εμβληματικότερα κείμενα της φιλοσοφίας του 20ου αιώνα. Στην αρχική απορία του νεαρού Γάλλου «πώς να ξαναδώσουμε νόημα στη λέξη άνθρωπος;», μια απορία που έρχεται μετά το Άουσβιτς, ο Heidegger επιχειρεί εξ αρχής μια αποφασιστική αποδόμηση της ίδιας της έννοιας του ανθρωπισμού. Ο ανθρωπισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, χριστιανικές, μαρξιστικές, υπαρξιστικές, είναι προφάσεις για να μην διατυπωθεί η πραγματικότητα της σκέψης, η ριζοσπαστικότητα του Είναι. Η ανθρωπιστική σκέψη, είναι για τον Heidegger, μια μη σκέψη, μια προφάνεια που υποβαθμίζει τον άνθρωπο στη στενωπό του ηθικολογικού του ορίζοντα. Ο άνθρωπος για τον γερμανό φιλόσοφο δεν είναι ένα έλλογο ον προικισμένο με πνευματικότητα, αλλά μια ύπαρξη εκστατική στο «ξέφωτο» της γλώσσας, μιας γλώσσας που είναι και ο «οίκος του Είναι», που του υπαγορεύει «ακόμη και τις σιωπές του», όπως θα πει ο Sloterdijk. Ο άνθρωπος έτσι, δεν είναι το ον που συμμορφώνεται σε κάτι εξωτερικό, αλλά το ον που εξασκείται στη περισυλλογή και την ενδοσκόπηση, το ον που στήνει τ’ αυτί του στις χαραμάδες της γλώσσας. Μια οντολογική ασκητική που απαντούσε στα κελεύσματα της εποχής για εξημέρωση του ανθρώπου. Ο Peter Sloterdijk επιχειρεί να προσεγγίσει αυτή την εκστατική θέση του χαιντεγγεριανού όντος μέσω της ανθρωπολογικής αφήγησης. Είναι η στιγμή της προανθρώπινης προϊστορίας όπου το θηλαστικό άνθρωπος έρχεται στον κόσμο «με ένα αυξανόμενο πλεόνασμα ζωικής ανετοιμότητας», αυτή η «χρόνια ζωική ανωριμότητα του ανθρώπου», έργο του πρόωρου τοκετού, που θα χαρακτηρίσει τη βιολογική γέννηση ως μια «πράξη έλευσης στον κόσμο». Αυτή η αποτυχία του ανθρώπου «να παραμείνει ζώο», που θα υπαγορεύσει όμως και την οντολογία του, την εκ-στατικότητά του, στο «ξέφωτο του Είναι». Η θέση του βιολογισμού είναι μια θέση που εγκλωβίζει τον άνθρωπο μέσα στην εξηγήσιμη βιολογικότητά του και όπου η διαφορά του από τους υπόλοιπους ζωικούς οργανισμούς εντοπίζεται στη διανοητική και πνευματική του προσαύξηση. Για τον Heidegger όμως, τον άνθρωπο τον χωρίζει από τα υπόλοιπα όντα, μια άβυσσος, κι αυτή η ειδοποιός διαφορά δεν είναι άλλη από την «εκστατική του ουσία». Μόνο στην έκ-σταση, σ’ αυτόν τον τόπο και τον τρόπο του Είναι, διασώζεται η ουσία του ανθρώπου. Μια έκσταση ριζικά διαφορετική από την actualita της μεταφυσικής, αν και «η ουσία της θεότητας μοιάζει να μας είναι πλησιέστερη», όπως παραδέχεται. Ο κόσμος του ανθρώπου δεν είναι το περιβάλλον του αλλά ο τόπος της έκστασής του, το ξέφωτο που καθόρισε η γλώσσα. Ένα ξέφωτο που δεν φωτίζει τα έργα του ανθρώπου αλλά την αλήθεια του Είναι, μιαν αλήθεια που διεκδικεί τον ίδιον τον άνθρωπο. Η σκέψη, λέει ο Heidegger, είναι η σκέψη του Είναι και όχι του ego cogito. Μια διάφανη δραστηριότητα, η ίδια η σιωπή της σκέψης μπροστά στην εκστατικότητα της γλώσσας, στο ξέφωτο της αλήθειάς της. Η σκέψη δεν είναι ένας «παραστασιακός στοχασμός», μια αξιολογική κρίση, αλλά μια μυστική δεξίωση του Είναι, η πιο βαθιά του ανάμνηση. Μια σκέψη αρχέγονη, που δεν ενεργεί, δεν ανταποκρίνεται, απλώς υπάρχει, εκεί, στον τόπο της καταγωγής της. Μια τοπικότητα που προεικονίζει αυτή την κοινωνία του ανθρώπου, τον τρόπο της κατοίκησής του μέσα στον κόσμο. Η διαμονή θα’ ναι πάντα έτσι για τον άνθρωπο μια διαμονή στο φως, στην καθετότητα της ουράνιας επικοινωνίας, στο θεμέλιο της αλήθειας του Είναι. Όταν η σκέψη παρεκκλίνει από το στοιχείο της, τότε παρακμάζει κι αναζητά το χαμένο της κύρος στην «τέχνη, στη μόρφωση, στον ακαδημαϊσμό και στη πολιτιστική δραστηριότητα». Μια γλωσσική έκπτωση που είναι για τον Heidegger και μια υπαρκτική έκπτωση, μια έκπτωση της ίδιας της ουσίας του ανθρώπου. Μέσα σ’ αυτόν τον εκπτωτικό ορίζοντα, της μεταφυσικής της υποκειμενικότητας, το ον αντικειμενοποιείται μέσα σε μια λογική «αιτίας και αιτιατού», ονοματοδοσιών και επεξηγήσεων. Αλλά ο άνθρωπος για τον Γερμανό φιλόσοφο δεν ζει μέσα στην σαφήνεια της γλώσσας αλλά μέσα στην ανωνυμία της. Η ουσία του ανθρώπου, που στον χριστιανισμό αναζητείται στη θεία κλήση, στους Ρωμαίους στη παιδαγωγική και στον Μαρξ στο κοινωνικό πεδίο, δεν είναι για τον Heidegger παρά ανθρωπιστικές απόπειρες που ερμηνεύουν το ον και όχι το Είναι. Αυτό ήταν πάντα το πλαίσιο της μεταφυσικής, «κάθε ανθρωπισμός παραμένει μεταφυσικός», αποφαίνεται ο Heidegger, μια μεταφυσική που αποδυναμώνει και συσκοτίζει την αλήθεια του Είναι, γιατί το Είναι είναι πέραν των μεταφυσικών προσεγγίσεων, πέραν του ανθρωπισμού.
Αλλά τι είναι το Είναι; Το Είναι που διεκδικεί τον άνθρωπο δεν είναι ο θεός, ούτε μια γενική αρχή του κόσμου, αλλά αυτό που αφορά βαθύτατα το ανθρώπινο ον, περισσότερο απ’ όλα τα όντα. Κάτι που δεν είναι απλώς μια εικασία αλλά ένα χειροπιαστό πεπρωμένο, μια οικειότητα που μεριμνά για τον άνθρωπο και τον υποχρεώνει στη διαφύλαξη της θέσης του. Είναι όπως λέει ο Heidegger: «αυτό το εγγύτατο που είναι όμως και το πιο απόμακρο». Ένα Είναι που ξεχειλίζει το ον που εμπεριέχει. Η Επιστολή για τον Ανθρωπισμό γράφτηκε μετά το Είναι και χρόνος, αυτό το μνημειώδες έργο που καθιέρωσε τον Heidegger στο φιλοσοφικό στερέωμα του 20ου αιώνα. Με το Είναι και χρόνος ριζοσπαστικοποιήθηκε όλη η σκέψη γύρω από το Είναι και την ένχρονη διάρκειά του. Επιχειρήθηκε εκεί και όσο το επέτρεπε η γλώσσα, να ανιχνευθεί το Είναι πέραν των μεταφυσικών του προσεγγίσεων. Όπου το «ώδε-είναι» (Dasein) του ανθρώπου, συναντά την αρχέγονη χρονικότητά του, την πρωτογενή του αλήθεια και γίνεται η σκηνή του καθόλου. Μια αλήθεια που στέκει και πέραν του ίδιου του ανθρώπου, ακριβώς στα όρια του Τέλους του. Μόνο σ’ αυτή την επικράτεια του μηδενός, σ’ αυτή την οριακή απελευθέρωση μπορεί να στοχασθεί κανείς το Είναι, να διανοιχθεί στην μυστικότητα του ορίζοντά του. Μυστικότητα, γιατί η γλώσσα του Είναι, είναι η γλώσσα της «κάλυψης», μια γλώσσα απέναντι από την προδηλότητα της αλήθειας των όντων. Είναι μάλιστα αυτή η κάλυψη που διαθέτει το Είναι στη λήθη του, στην απόσυρσή του από τον κόσμο των φαινομένων. Ο άνθρωπος έτσι γίνεται ο τόπος της από-κάλυψης του Είναι, η προνομιούχος του εμφάνεια. Μια ριζοσπαστική οντολογία που δεν μπόρεσε όμως να διατυπωθεί μέχρι τέλους, γιατί όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Heidegger στην Επιστολή του: «Η σκέψη απέτυχε να βρει το λέγειν που θα εξέφραζε με επάρκεια αυτή τη στροφή και έτσι δεν τα έβγαλε πέρα με τη βοήθεια της μεταφυσικής γλώσσας.» Η στροφή έμεινε στη μέση λοιπόν, αλλά το Είναι, θα είναι πάντα πέραν κι αυτής της στροφής, θα είναι η στροφή κάθε σκέψης.  

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 2.10.2009.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου