Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Το βεληνεκές της εικόνας



Paul Virilio
Πόλεμος και Κινηματογράφος
Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Όλα ανήκουν στις εικόνες τους, στις οπτικές ψευδαισθήσεις που εγείρουν. Εικόνες-μήτρες ενός εξωκοσμικού, υποβλητικού περιβάλλοντος, που εξαϋλώνει τον κόσμο μας. Μια εικονική συνθήκη, που προκαλεί την ψυχική μας συγκίνηση και εδραιώνει την κοινωνία της σαγήνης της. Ο κινηματογράφος και αργότερα οι τηλε-εικόνες θα αδρανήσουν κάτω απ’ τη σαγήνη τους ολόκληρο το πεδίο του πραγματικού. Ακόμη κι αυτές οι αιχμηρές του εκφάνσεις όπως το κράτος και οι πολεμικές συγκρούσεις, θα υποστούν την αναπότρεπτη αποπραγματοποίηση τους.
Από τον πρώτο ήδη παγκόσμιο πόλεμο μια νέα, διπλή επιμελητεία, αυτή των όπλων και των εικόνων, άρχισε να διαμορφώνει το πλαίσιο μιας «υπέρπολιτικής εποχής». Μια φυλή ηγετών που θα υπάκουε σε σενάρια και σκηνοθετικές οδηγίες. Τι θα ήταν ο Hitler χωρίς το βλέμμα της Riefenstahl; Η κάμερα αρχίζει να αναλαμβάνει τη θέση της και στο πεδίο της μάχης και οι πολεμικοί προβολείς να καταυγάζουν τον ζόφο των συγκρούσεων. Από τη σωματική σύγκρουση περνάμε σταδιακά στις εξ αποστάσεως εκκαθαρίσεις για να φθάσουμε στις εικονικές συρράξεις. Η νέα παραλλαγή δεν θα’ ναι πια η απόκρυψη στα χαρακώματα αλλά η υπερέκθεση, η σκηνοθετημένη ψευτοδραστηριότητα που θα παραπλανεί τις εχθρικές κάμερες. Αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, τεχνικοί του θεάτρου και του κινηματογράφου θα επιστρατευθούν για να στήσουν εφήμερους κόσμους, σκηνικά «οπτικής παραπληροφόρησης».Το πραγματικό που θα τροφοδοτεί το σύμπαν των εικόνων με αυτή του την αληθοφάνεια αλλά και πάλι αυτό που θα απέχει. Το πεδίο της μάχης γίνεται έτσι ένα αφηρημένο πεδίο, ένα πεδίο εξαΰλωσης της δράσης και των δρώντων σ’ αυτό.
Οι ψυχικές συγκινήσεις των εικόνων και οι συναισθηματικές τους συνδηλώσεις, συνεπαίρνουν υπνωτιστικά τις μάζες στη κατεύθυνση ενός εξωπραγματικού σύμπαντος όπου τα γεγονότα που το συνδηλώνουν δεν είναι παρά σκηνοθετικές παραγωγές.Το συνέδριο έτσι του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη το 1935 που κινηματογραφήθηκε από την Leni Riefenstahl, στην πραγματικότητα δεν έλαβε χώρα ποτέ, ήταν απλώς μια κινηματογραφική παραγωγή χωρίς κανένα πολιτικό βάρος, ένα γεγονός που ακτινοβολήθηκε από την ίδια του τη διαφάνεια. Όπως επίσης και οι κυκλώπειες κατασκευές του ναζιστή αρχιτέκτονα Albert Speer δεν ήταν παρά μόνο ένα κινηματογραφικό ντεκόρ. Από τα τέλη του 43 όλες οι μάχες τίθενται υπο την διεύθυνση των σκηνοθετών. Η σκηνή της μάχης γίνεται έτσι μια κινηματογραφική σκηνή που διαθέτει στην αδηφάγα κάμερα αξεπέραστες σεκάνς.
Αργότερα η κάμερα, που θα τοποθετηθεί στα αεροπλάνα και στα οπλοπολυβόλα, θα συντελέσει ακόμη περισσότερο σ’ αυτή την «αύξουσα αποπραγματοποίηση της στρατιωτικής εμπλοκής». Όλες οι εκδηλώσεις του πραγματικού αρχίζουν να εξαϋλώνονται στην οπτική καταγραφή τους. Μέσα από την τηλεσκοπική όραση της σκόπευσης κανείς δεν πια αναγνωρίζεται παρά μόνο στοχοποιείται. «Ο ανεφοδιασμός σε εικόνες έτσι θα αρχίσει να είναι εξίσου σημαντικός με τον ανεφοδιασμό σε πολεμοφόδια» θα πει ο Paul Virilio και στο «Πόλεμος και Κινηματογράφος» θα αναδείξει όλη την εξέλιξη αυτής της νέας στρατηγικής, της στρατηγικής μιας «καθολικής εποπτείας», που διαρκώς αναβαθμισμένη τεχνολογικά από κατασκοπευτικούς δορυφόρους έως ηλεκτρομαγνητικά όπλα με λέιζερ, θα εξομοιώνει το πολεμικό πεδίο, αυτό το ίδιο το πεδίο του πραγματικού, αποδίδοντάς το οριστικά στον αυτοματισμό των εικόνων του. Από τον κόσμο των αντικειμένων περνάμε στον κόσμο των ειδώλων και από τον πόλεμο των οβίδων σ’ αυτόν των οπτικών πληροφοριών. Ο πόλεμος έτσι γίνεται ένα σαγηνευτικό θέαμα, το τηλεπροϊόν του θανάτου.
Η τηλεπισκόπηση ενός πεδίου μάχης, ενός τοπίου γενικότερα, αλλάζει άρδην τις αντιλήψεις μας για τον τόπο. Το ακαριαίο είδωλο της εικόνας, μέσα στην ταχύτητα της μετάδοσής του, αποτοπικοιεί το περιβάλλον και μας εισάγει σε ένα εικονικό τοπολογικό σύμπαν. Η δράση δεν είναι πλέον πάνω στους γεωγραφικούς χώρους αλλά στη συχνότητα των εικόνων, στη διαπλανητική τους τροχιά, στη «χώρα των ονείρων». Δεν είναι απλώς μια μεταβολή των διαστάσεων, από την τοπική στη διαπλανητική κλίμακα, αλλά μια εικονική γεωστρατηγική που αποϋλοποιεί το φυσικό χωροχρόνο. Αυτή η νέα χωροχρονία, στα όρια ακριβώς της ανυπαρξίας που βιώνεται στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Ο αεροπορικός συναγερμός κινητοποιεί όλη την επικράτεια ενώ τα σκάφη που επιχειρούν προσφέρουν ένα αξεπέραστο θέαμα τύπου «Ήχος και Φως». Με τέτοιες αισθητικές διαθέσεις παρακολούθησε και ο Junger το βομβαρδισμό του Παρισιού και ίσως μέσα του αυτός και να μην συνέβη ποτέ. Μέσα σ’ αυτή την «αισθητική της εξαφάνισης» οι φωτεινές δέσμες του πολέμου, όμοιες μ’ αυτές των κινηματογραφικών προβολών, θα διαγράφουν τον κόσμο μέσα στην ολογραφική του αποθέωση.
«Αφού ο κινηματογράφος», λέει ο Virilio, «έχει τη δυνατότητα να προκαλεί την έκπληξη, (τεχνική, ψυχολογική…), συγκαταλέγεται εκ των πραγμάτων, στη κατηγορία των όπλων». Και δεν μιλά εδώ μόνο για τα στρατιωτικά ντοκιμαντέρ ή για τις ταινίες προπαγάνδας αλλά για το ίδιο το μέσο του κινηματογράφου, ένα μέσο που σαγηνεύει, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, τα πλήθη. Η εμφάνεια των εικόνων έφερε την διαφάνεια του τοπίου, τη διαθεσιμότητά του στην οριστική του απόσυρση. Η υλική του υπόσταση, η χωροχρονική του οντότητα, έδωσε τη θέση της στην πληροφορική του εξαΰλωση, στην ηλεκτρονική του εξάχνωση. Ανάμεσα στην «οφθαλμική πραγματικότητα» και στην οφθαλμαπάτη των αναπαραστάσεών της αιωρείται αυτό που ο Virilio θα ονομάσει τόσο ωραία: «η τελευταία εικόνα του κόσμου». Η τελευταία κάθε φορά εικόνα του, το κυνήγι του τέλους του, της τελικότητάς του, η επιθυμία της οριστικής του εξαφάνισης. «Το τέλειο έγκλημα» του Baudrillard.

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 13.11.2009.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου