Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Το τραύμα Πουλαντζάς


Νίκος Πουλαντζάς
Κείμενα
Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος
Εκδόσεις Νήσος

Ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν από τους κορυφαίους μαρξιστές θεωρητικούς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Οι αναλύσεις του για το Δίκαιο και το Κράτος, για τον καπιταλισμό και το δημοκρατικό σοσιαλισμό, θεωρούνται ακόμη και σήμερα έργα μείζονος σημασίας. Οι λουκατσιανές και σαρτρικές του καταγωγές, η περίφημη διαμάχη του με τον Ralph Miliband και τον Ernesto Laclau, οι αποστασιοποιήσεις αλλά και οι προσεγγίσεις του με την σκέψη του Louis Althusser, ο σκεπτικισμός του απέναντι στον Foucault, διαγράφουν ένα πολιτισμικό και φιλοσοφικό περιβάλλον αξιοζήλευτης ζωτικότητας.
Απ’ τη φαινομενολογική σκέψη και τον υπαρξισμό των ανθρωπιστικών αξιών θα περάσει σταδιακά σε μια ηθική θεωρία του Δικαίου. Οι νόμοι έλκουν το κύρος τους από την ηθική τους σύμπτωση και όχι από την προφάνεια ενός νομικίστικου θετικισμού. Μια ηθική όμως που ήταν κατά βάση μια κοινωνική ηθική, αυτή η «κοινωνιολογία του δικαίου». Οι πρώτες επιρροές του Sartre και του Lukács είναι ήδη ανιχνεύσιμες. Η «νομική οντολογία» του εδράζεται στην ολοποιητική πράξη του ανθρωπίνου υποκειμένου μέσα στην υλικότητα του κόσμου, στην ιστορική του εμπειρία. Το έργο του έτσι αρχίζει να διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής μαρξιστικής θεωρίας, στη μνημειώδη της προσπάθεια για την φιλοσοφική επανεθεμελίωση της μαρξιστικής κλασικότητας. Οι θεωρητικές αναλύσεις του που θα ακολουθήσουν θα είναι επικεντρωμένες στο ίχνος του καπιταλιστικού κράτους. Εργασίες που θα καταστήσουν τον Πουλαντζά μια εμβληματική μορφή της νεομαρξιστικής σκέψης. Είναι μάλιστα κι αυτό το μέρος του έργου του που θα διατηρήσει την αξία του και στη μετα-μαρξιστική εποχή μας, μια αξία, που όπως σωστά επισημαίνει και ο Τζέιμς Μάρτιν, «υπερβαίνει την αρχική της διατύπωση». Το Κράτος ήταν για τον Πουλαντζά ένα πολιτικό αντικείμενο που υπερέβαινε τις νομικές του καθηλώσεις. Μέσα από την γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας ο Πουλαντζάς οδηγείται σε μια πιο «επιστημονική», μετα-εγελιανή, θεώρηση του κρατικού φαινομένου που δεν βασίζεται τόσο σε φιλοσοφίες του υποκειμένου (Sartre), ούτε όμως και σε εδραιωμένες οικονομίστικες αντιλήψεις περί εξυπηρέτησης της κυρίαρχης τάξης, αλλά σε αυτή ακριβώς την πολιτική του αυτονομία και υπεροχή. Το Κράτος είναι για τον Πουλαντζά μια αυτόνομη πολιτική πρακτική, ένα «σημείο συμπύκνωσης» και εξισορρόπησης διάφορων ταξικών συμφερόντων. Μια δομή κοινωνικής συνοχής πέραν του οικονομικού αλλά και πέραν της πραγμοποίησης, αυτή η ποιητική στιγμή του Πουλαντζά, που στο βιβλίο του «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις» θα διερευνηθεί εξαντλητικά και ως τα όρια των θεωρητικών του αντοχών και μέχρι τέλους. Η πολιτική αυτονομία του κράτους είναι μια θέση που ερχόταν σε αντίθεση με τις «επίσημες» μαρξιστικές θέσεις, με το ιδεολόγημα των κανονιστικών και κατασταλτικών μηχανισμών που εργαλειοποιούν το κράτος στον ορίζοντα της εξυπηρέτησης των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Το καταγωγικό μάλιστα σημείο αυτής της πολιτικής αυτονόμησης του κράτους είναι για τον Πουλαντζά ο διαχωρισμός του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών που απαντάται ήδη από τα πρώιμα έργα του Μαρξ. Μια αφηρημένη κοσμικότητα που συνέχει τις διατομικές σχέσεις στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής. Ένας ηγεμονικός λόγος που διαχέει την αντικειμενικότητα του στη σχέση του με τις κοινωνικές τάξεις. Στην διαμάχη του μάλιστα με τον Miliband ο Πουλαντζάς θα υποστηρίξει ότι στο καπιταλιστικό κράτος τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης εξυπηρετούνται καλύτερα όταν αυτή δεν είναι «πολιτικά κυβερνώσα τάξη». Μια σχεσιακή αντίληψη του κράτους, το κράτος ως μια «κοινή συνισταμένη των ταξικών αντιθέσεων που εγγράφονται στην ίδια τη δομή του», μια δομή που προσδιορίζει κι αυτή την ιδιαίτερη πολιτική του κράτους, μια πολιτική πέραν της «εξορθολογιστικής του βούλησης», «ασυνάρτητη και χαοτική», που διαμορφώνει τον πολιτικό της λόγο απ’ τη μαγματική έκχυση των ρηγματώσεών της. Μια «αντιφατική διαδικασία», που διασώζει αφενός την αυτονομία και αφετέρου το αδιαπέραστο του ηγεμονικού του λόγου, αλλά κι αυτή την πολυμορφία των σημείων του. Το κράτος έτσι δεν είναι για τον Πουλαντζά μια δομική ουδετερότητα προς κατάκτηση ή επηρεασμό αλλά ένας σχεσιακός κόμβος, μια ενοποιητική λειτουργία και γι αυτό μια δομή εγκαταλελειμμένη στις συστημικές της κρίσεις, στις συμβιβαστικές της αποτυχίες.
Είναι η εμφάνιση αυτού του αυταρχικού τύπου κράτους που θα φέρει τον Πουλαντζά αντιμέτωπο με τις φουκωικές ιδέες περί επιτήρησης. Στο μνημειώδες έργο του «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» αναλύει εκτενώς αυτή τη «θεσμική υλικότητα» του κράτους, μια υλικότητα που αποδίδει τα υποκείμενα και συμπυκνώνει τους αγώνες τους. Μέσα σ’ αυτή την προβληματική αρχίζουν να διαγράφονται και οι θέσεις του για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και για την ανεδαφικότητα της άμεσης δημοκρατίας. Η εμβληματική φράση του: «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει» τον αντιπαραθέτει με όλη την αυταρχική παρακαταθήκη του σοβιετικού εγχειρήματος. Ο Πουλαντζάς είναι υπέρ των κοινοβουλευτικών μορφών, της ελευθερίας των κομμάτων. Μιλά για μια δουλειά που οφείλει να γίνεται σε πολλά επίπεδα, μέσα κι έξω από το κράτος, σε μια προοδευτική ανάπτυξη, πέρα από συντεχνιακές και συγκεντρωτικές λογικές. Η θέση του ήταν υπέρ του μετασχηματισμού του κράτους και όχι υπέρ της πραξικοπηματικής του κατάληψης. Όλη αυτή όμως η θεωρητική του ανάλυση συμβαίνει μέσα στον κορεσμένο πια ορίζοντα της μαρξιστικής σκέψης. Οι αναλύσεις του, όπως και πολλών άλλων θεωρητικών μαρξιστών εκείνη την εποχή, επικυρώνονταν και ταυτόχρονα αποδυναμώνονταν από τις περιοριστικές τους αναφορές, από το σύστημα ενός καταγωγικού και ρυθμιστικού λόγου που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια ανάπτυξης και ανατροπής του γλωσσικού υποκειμένου του. Η ανανεωτική έτσι σκέψη του Πουλαντζά δεν γίνεται μια ανατρεπτική σκέψη, όχι μόνο επειδή δεν σηματοδοτεί μια καθοριστική μετατόπιση της κομουνιστικής ιδέας, αλλά και γιατί δεν ενέδωσε σ’ αυτή τη συμβαντικότητα της «επιστημονικής τομής» που πρώτος ο Μαρξ είχε επιβάλλει στο φιλοσοφικό σώμα των χειρογράφων του. Το αδιέξοδο έτσι του Πουλαντζά γίνεται αυτό το ίδιο το αδιέξοδο της μαρξιστικής σκέψης. Ο Πουλαντζάς μιλά για την ανανέωση του μαρξισμού όταν στον ορίζοντα διαγραφόταν ήδη η απόσυρσή του. Είναι στο Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός που αρχίζει να ανιχνεύεται κι ο τραυματικός του ορίζοντας. Όταν ελέγχει τον Foucault για την αδιαφορία του απέναντι στην πρωτεύουσα θέση που κατέχει η ταξική πάλη στην διαμόρφωση της κρατικής εξουσίας. Όταν αδυνατεί να εντοπίσει ένα ολόκληρο γλωσσικό σύμπαν που αναδυόταν για να συλλάβει εκ νέου τον ίλιγγο του πραγματικού. Μια γλωσσική πλημμυρίδα νέων επιστημών, όπως η ψυχανάλυση, η γλωσσολογία, οι θεωρίες των σεξουαλικών ταυτοτήτων, που επαναδιατύπωναν το νόημα των κοινωνικών αγώνων εγγράφοντας το πέραν των οικονομιστικών προσεγγίσεων της μαρξιστικής ανάλυσης. Στο έργο του «Ο Μαρξισμός περνάει κρίση;», διατυπώνεται ανάγλυφα η μοναξιά αυτής της σκέψης, όταν αυτή αποσύρεται μέσα στα πέπλα της ανωτερότητάς της, όταν η πρωτοκαθεδρία της επιστήμης της και η αλήθεια του αντικειμένου της ακυρώνει τη διαλεκτική της, την κοσμική της διαθεσιμότητα. Ο Μαρξισμός όμως χάνει στο πεδίο ακριβώς που επέλεξε ο ίδιος να επικυρώσει το λόγο του, στο πεδίο του Πραγματικού, της χαρακτηριστικής του επιστημονικότητας.
Τη χρεοκοπία αυτής της νεομαρξιστικής ή μετά-μαρξιστικής ιδεολογίας ανιχνεύει μ' έναν μοναδικό τρόπο ο Χάινερ Μίλερ, στο κείμενο του «Μ’ ενδιαφέρει η περίπτωση Αλτουσέρ…». Αρχαιολογώντας και σημειολογώντας πάνω στα κειμενικά κατάλοιπα των Foucault, Πουλαντζά, Pasolini και βεβαίως πάνω στο μεταιχμιακό έργο του Louis Althusser, ο Χάινερ Μίλερ καταλήγει σε μια σκανδαλώδη σκέψη: «Το πρώτο γεγονός στη ζωή του Αλτουσέρ ήταν η δολοφονία της γυναίκας του». Η μοναδική πραγματική εκ-δήλωση του φιλοσόφου πέραν του στοχασμού, σ' αυτό το ανελέητο πεδίο της ζωής. Στις 3 Οκτωβρίου 1979 θα κάνει και ο Πουλαντζάς τη δική του μοναδική πράξη, θα κρατήσει στην αγκαλιά του τα βιβλία του και θα πηδήξει στο κενό από τον 13ο όροφο της πολυκατοικίας στο Παρίσι όπου διέμενε. Είναι η εποχή που όλα έδειχναν να έχουν παρέλθει. Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τη μαρξιστική σκέψη είχε αρχίσει να υποχωρεί. Μόνο στην Ελλάδα, λόγω καθυστερημένης μεταπολίτευσης, ο λόγος του εισακουόταν. Η αυτοκτονία του Πουλαντζά ερμηνεύτηκε έτσι από πολλούς ως η ύστατη χειρονομία της από-γοήτευσής του, μιας απογοήτευσης, που όπως θα ανέμενε κανείς στην περίπτωση του Πουλαντζά, ήταν πέρα για πέρα πολιτική. 

Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 18.6.2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου