Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Για τα μουστάκια του Στάλιν



Ναντιέζντα Μαντελστάμ
Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Όλα ξεκίνησαν από ένα σατυρικό ποίημα για τον Στάλιν που οι χαφιέδες των λογοτεχνικών σαλονιών εκείνης της εποχής φρόντισαν να φθάσει στα αυτιά της μυστικής αστυνομίας. Ένα παιχνίδι μόνο με λέξεις που θα στοιχίσει όμως στον ποιητή τους, τον Όσιπ Μάντελσταμ, τον θάνατό του σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. «Χοντρά τα δάκτυλα του, με σκουλήκια μοιάζουν παχιά, σαν βαρίδια οι κουβέντες του ηχούν με σιγουριά. / Κατσαριδίσια τα μουστάκια του γελούν, και απ’ τις μπότες του οι λαιμοί λαμποκοπούν.» Αυτό το ελάχιστο λοιπόν ποιηματάκι, γραμμένο σε μια γλώσσα απλή, κάτι που δεν συνήθιζε ο Μάντελσταμ και ίσως όχι κι απ’ τα καλύτερα του, που ήταν όμως μια καθαρή, πολιτική στάση απέναντι στο καθεστώς του δικτάτορα, το δικό του ουρλιαχτό. Γράφοντας το ο Μάντελσταμ θα επιλέξει συνειδητά έτσι και το δικό του μοναδικό θάνατο. «Όσα παράπονα και αν έχουμε», έλεγε, «μόνο στη χώρα μας σέβονται την ποίηση - για χάρη της σκοτώνουν. Πουθενά αλλού πια δεν σκοτώνουν για χάρη της ποίησης…» Για δυο μουστάκια λοιπόν...
   Το Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας, της χήρας του ποιητή Ναντιέζντα Μάντελσταμ, είναι το χρονικό αυτής της δίωξης, από τον Μάη του 34 έως το Δεκέμβριο του 38. Το χρονικό μιας μαρτυρίας δύο ανθρώπων, που δεν ήθελαν να σιγήσουν στην «εποχή του μεγάλου τρόμου». Απ' το εμβληματικό έτσι Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και τις Νύχτες της Κολιμά του Βαρλάμ Σαλάμοφ, έως τα κείμενα του Βίκτορ Σερζ και του Πλατόνοφ, αλλά και μέχρι τις ακρώρειες των στίχων του Μάντελσταμ, της Αχμάτοβα, της Τσβετάγιεβα, του Μαγιακόφσκι και τόσων άλλων, συγκροτείται μια κειμενική μαρτυρία για έναν βασανισμένο λαό που δεινοπάθησε μέσα στον εκτροχιασμό μιας ιδέας. Το η Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας είναι ένα εξέχον κείμενο μέσα στη σκηνή αυτής της μαρτυρίας. Ένα επικό έργο, που αποκαλύπτει με την αποσβολωτική του αμεσότητα, όλο το αρνητικό ίχνος της σοβιετικής εξουσίας, την απάνθρωπη αλλά και αφελή της πλευρά. Είναι όμως μαζί και μια πραγματικά σπάνια ιστορία αγάπης, αυτής της αφοσίωσης της Ναντιέζντα στη μορφή και το έργο του ποιητή. Ένας ισόβιος σχεδόν αγώνας επιβίωσης και προστασίας ενός ποιητικού έργου που θα χαρακτηρίσει μια ολόκληρη εποχή. Η Ναντιέζντα, υπήρξε η κιβωτός αυτού του έργου, η απομνημόνευσή του, γιατί η απομνημόνευση ήταν, εκείνη τη δύσκολη εποχή, ο αόρατος τόπος όπου εγγράφοταν οι στίχοι. Αυτή η μνημονική επαναφορά των στίχων στον τόπο της σιωπής, ξανά και ξανά, μέχρις αυτοί να ενσαρκωθούν στο σχήμα της μοναξιάς τους. «Δεν είχα τη δύναμη να αλλάξω τη μοίρα του Όσιπ, διέσωσα όμως ένα μέρος των χειρογράφων του, πολλά διατηρήθηκαν στη μνήμη μου, άλλα μονάχα εγώ μπορούσα να τα διασώσω», θα σημειώσει η Ναντιέζντα. Η σκληρή μαρτυρία της δεν χαρίζεται σε κανέναν, είναι το δικό της ουρλιαχτό στη σιωπή εκείνων των χρόνων, «το δικαίωμα στα χείλη που σαλεύουν», όπως έλεγε ο Μάντελσταμ. Ένα ουρλιαχτό που κατορθώνει τελικά κι αφήνει ένα ίχνος ζωής, μια ζωντανή μαρτυρία. Οι μετεγκατεστημένοι πολιτικοί κρατούμενοι, οι εκτοπισμένοι μουζίκοι, το τρένο των εξορίστων που διέσχιζε μερόνυχτα τα Ουράλια, οι λευκές νύχτες στο Τσερντίν, οι άγριες φωνές που άκουγε ο Μάντελσταμ τα βράδια, οι μυστικές του προσδοκίες στο αφιλόξενο Βορόνεζ, ο παράλληλος κόσμος των στρατοπέδων και οι πυορροούσες πληγές των κατάδικων. Και από την άλλη ένα ποιητικό σύμπαν που ανθίσταται: οι ακμεϊστές, οι οπαδοί του Λεφ, οι αντίπαλοι Συμβολιστές. Η διεκδίκηση της ποιητικής αλήθειας στο πλαίσιο μιας νέας κατανόησης.
   Η αντίθεση όμως του Μάντελσταμ στο σταλινικό καθεστώς δεν ήταν τόσο στο ιδεολογικοπολιτικό πεδίο, όσο στην προσκόλλησή του σ' ένα πολιτισμικό μοντέλο που έδειχνε στα χρόνια του να υποχωρεί. Σ' ένα φυσικό, κοσμικό μοντέλο που αποσυρόταν μέσα στον ίλιγγο ενός αναδυόμενου τεχνικοποιημένου ορίζοντα. «Ένα φυτό που υπάρχει στον κόσμο αποτελεί ένα γεγονός, ένα συμβάν, ένα βέλος, δεν είναι μια βαρετή γενειοφόρα εξέλιξη», γράφει στο Ταξίδι στην Αρμενία. Όπως αναφέρει η Ναντιέζντα: «Για τον Όσιπ Μάντελσταμ υπήρχαν δύο κατηγορίες φαινομένων – η θετική και η αρνητική. Στη θετική κατηγορία άνηκαν η θύελλα, ένα συμβάν, ο σχηματισμός των κρυστάλλων. Η αρνητική κατηγορία περιλάμβανε όλες τις μορφές μηχανικής κίνησης: αυτήν του ωροδείκτη, την εξέλιξη, την πρόοδο». Η ποίηση έτσι δεν ήταν για τον Μάντελσταμ ένα μέσο για μια ακόμη καλύτερη κοινωνική αποτελεσματικότητα αλλά «μια συγχώνευση του πνευματικού και του ηθικού στοιχείου». Αυτή η ιδιαίτερη σχέση του με τον κόσμο και την κουλτούρα του που ερχόταν σε αντίθεση με το αφηρημένο και μηχανιστικό πλαίσιο που εγκαθιδρυόταν στην εποχή του. Στη βιβλιοθήκη του έτσι δεν υπήρχαν οι κλασσικοί του μαρξισμού αλλά λευκώματα για την γοτθική αρχιτεκτονική και για τη μεγάλη γαλλική ζωγραφική. Το περίφημο πια Ταξίδι στην Αρμενία, που τόσο πολεμήθηκε από την κρατική λογοκρισία, ήταν ένα ταξίδι σε μια χώρα που συνδεόταν με την μεσογειακή κουλτούρα. Η Μεσόγειος, που ήταν για τον Μάντελσταμ ο γενέθλιος τόπος του ανθρώπου, η κοσμική καταγωγή του και το ακίνητο θεμέλιο της ενότητάς του. Από κει και η Συζήτηση για το Δάντη.
   Μια πνευματική αναζήτηση και δημιουργία που γινόταν κυριολεκτικά εν κρυπτώ, μέσα στις χαραμάδες των τοίχων. «Οι περισσότεροι από εμάς δεν ζούσαμε μέχρι να πεθάνουμε», θα σημειώσει η Ναντιέζντα, «απλώς κρυβόμασταν, κάτι περιμέναμε και απλώς υπήρχαμε, από μέρα σε μέρα». Ο Μάντελσταμ πεθαίνει το Δεκέμβριο του 38΄ σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, ως συνήθως, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Δυο χρόνια αργότερα, το 1940, θα έρθει ο θάνατος του Μπουλγκάκοφ και η μυστηριώδη εξαφάνιση του Πιλνιάκ. Ο Μαγιακόφσκι και η Τσβετάγιεβα, μια δεκαετία περίπου πριν, προλαβαίνουν και βάζουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους. Μόνη επιζήσασα η Αχμάτοβα, φίλη όλων.

Πρώτη δημοσίευση: Η Αυγή, 10.1.2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου