Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Απ’ το κατώφλι της γραφής


Χρήστος Χρυσόπουλος 
Φακός στο στόμα 
Εκδόσεις Πόλις 

   Το βιβλίο αρχίζει με το διασκελισμό ενός ορίου. Από το ακίνητο δώμα της γραφής ο συγγραφέας αφήνεται στην ανησυχαστική ροή των δρόμων. Μια ανθρωπολογική μετά-κίνηση που εκθέτει τα εγγεγραμμένα της ίχνη στις καταγωγικές της συν-κινήσεις. Το δώμα της γραφής υποχωρεί, που ‘ναι ένα δώμα φαντασμάτων, όπως το χαρακτηρίζει κι ο συγγραφέας, και μια άλλη σκηνή αρχίζει να αναδύεται, πάλι φαντασμάτων, αυτή της σύγχρονης Αθήνας, που εκθέτει όλα τα συμπτώματα του θανάτου της.
   Ήδη όμως βρισκόμαστε στις περιοχές του νοήματος. Ο αφηγητής του βιβλίου, ένας σύγχρονος flaneur, μια μπενγιαμική περίπτωση, που εγκαταλείπεται στις διαδρομές μιας τοπογραφίας, στη λευκότητα του διατιθέμενου της πεδίου. Λευκότητα, γιατί ο μπενγιαμικός πλάνητας δεν γοητεύεται από τα τοπία της μεγάλης μνήμης, απ’ τα ιστορικά frissons, αλλά από ένα περιβάλλον εγκαταλελειμμένο στα εξορφανισμένα του σημεία. Όπως ακριβώς και το σύγχρονο αθηναϊκό περιβάλλον όπου τα ιστορικά του ίχνη έχουν υποστεί και την μοναδική τους διάβρωση. Ένα θραυσματικό τοπίο διαθέσιμο τώρα στις χειρονομίες της επανανοηματοδότησης και επανασυγκίνησής του. Είμαστε ίσως στο πιο άγριο σημείο της ανθρώπινης μοναξιάς. Κι αυτή την ευεργεσία μόνο οι μεγαλουπόλεις τη διαθέτουν.
   Στα ίχνη αυτών των μοναδικών και αχαρτογράφητων διαδρομών, ο αφηγητής του βιβλίου καταγράφει και με μια φετιχιστική διάθεση, μια άλλη φαντασματοποιία, τα ισχνά ίχνη τώρα μιας γυμνής ζωής. Αφασικές οντότητες, αυτοί οι άστεγοι της Αθήνας της κρίσης, που αναλαμβάνουν στις πλάκες των πεζοδρομίων, την ίδια τη γυμνότητα του βίου τους, την απόλυτη και οριακή τους εκθετότητα. Ανθρώπινες υπάρξεις που διέσχισαν κι αυτοί ένα κατώφλι για την πύρινη ζώνη της αδιαφορίας. Μέσα από τις περιγραφές του Χρυσόπουλου, αυτές οι ανθρώπινες σκιές δεν μοιάζουν παρά με κινούμενες φαντασματικές υπάρξεις, όμοιες με αυτές του δώματος των ομοιοτήτων, αυτού του δώματος της γραφής, που ο συγγραφέας αποφάσισε κάποια στιγμή να αποχωριστεί.
   Αλλά μάταια, η «συγκινησιακή καταβύθιση» που θα αναζητήσει σ’ αυτή την αστική του περιπλάνηση θα τον οδηγήσει και πάλι σ’ ένα φασματικό  περιβάλλον, σε μια αδιαφανή τοπο-γραφία, αδιάθετη και μοναδική. Οι υπάρξεις τις οποίες συναντάει ο Χρυσόπουλος στο δρόμο του είναι εξ ολοκλήρου αφηγηματικά συμβάντα. Εγέρσεις απ’ αυτές τις συμβαντικές ρηγματώσεις της ζωής που αφήνουν ένα ίχνος κυριολεκτικά αδιανόητο και αστόχαστο. Μια γυμνή ζωή που καταγράφεται πάνω σ’ αυτά τα «αδειανά στρωσίδια» των πεζοδρομιών. Γιατί η θέση του άστεγου είναι στην πραγματικότητα μια μη θέση.
   «Μόλις δουν άστεγο μόνο σε σηκώνουν και σου λένε να προχωρήσεις. Σαν να μην έχεις δικαίωμα να σταθείς μια στιγμή. Δεν ξέρω γι’ αυτούς είναι σαν παιχνίδι. Είσαι ασφαλής μόνο όταν είσαι όρθιος, για όσο μπορείς να σταθείς όρθιος και να περπατάς. Μόνο σε κίνηση», λέει ο άστεγος πρωταγωνιστής του βιβλίου. Αναίσθητα και αδιάγνωστα σώματα, περιφερόμενες σκιές, «ορφανές λέξεις», που μαζί μ’ αυτά τα αδειανά μαγαζιά, τους εγκαταλελειμμένους χώρους, τους έρημους δρόμους της νύχτας, εκθέτουν έναν «αινιγματικό ορίζοντα γεγονότων», ένα «κενό νόημα», αυτό το οριακό ίχνος μιας αστικής εμπειρίας που εγκαταλείπει και την αφήγηση σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο της απορίας της.
   «Η συνείδηση της γραφής», λέει ο Χρυσόπουλος, «είναι η άγνοια στη στιγμή και στο χώρο όπου γράφεις. Η συνείδηση της περιπλάνησης είναι η άγνοια στη στιγμή και στο χώρο που βαδίζεις». Αυτή η ασυνείδητη στιγμή ενός αναστοχαστικού σημείου όπου όλες οι καταγραφές αυτής της περιπλάνησης εκτρέπονται κι επικεντρώνονται στο ίχνος της μυθοπλαστικής της διάρκειας. Είναι το ίχνος ενός Πραγματικού που φέρουν πάνω τους τα ίδια τα πράγματα. «Καθώς κοιτούσα τα βήματα των περαστικών στάθηκα στα γυμνά πόδια ενός άντρα μέσα στα παπούτσια του. Τυλιγμένα με κουρέλια αντί για κάλτσες. Περίμενε να αλλάξει το φανάρι για να διασχίσει το δρόμο. Οι προβολείς κάποιας διπλανής βιτρίνας φώτισαν μια πληγή στον αριστερό του αστράγαλο και το μυαλό μου έτρεξε στα παπούτσια του Βαν Γκονγκ και σ’ εκείνη τη διαμάχη ανάμεσα στον Χάιντεγκερ και τον Σαπίρο (με την αμφιλεγόμενη μεσολάβηση του Ντεριντά)... Ο συνειρμός ξεκίνησε από ένα έργο τέχνης για να καταλήξει σε ένα ζευγάρι αληθινά παπούτσια. Να λοιπόν, που με αυτή την αφορμή επέστρεψε η ίδια σκέψη: όσο και αν συμπλέκονται η ζωή και η τέχνη δεν είναι ποτέ ανταλλάξιμες». Είναι αυτό το τραύμα που εμφιλοχωρεί σε όλες τις όψεις της πραγματικότητας, η εκκεντρική πλευρά των πραγμάτων, η επιδείνωσή τους, όπως θα έλεγε ο Baudrillard.
   Η περιπλάνηση δεν είναι παρά μια περιπλάνηση πάντα στον τόπο του άλλου. Ο συγγραφέας εξέρχεται από το δώμα της γραφής όχι για να καταγράψει την πραγματικότητα γύρω του, αλλά για να αναλάβει αυτό το όνομα του άλλου. Ένα αινιγματικό όνομα που είναι κι η σιωπή μαζί όλων των φωνών. Αυτό το τραύμα στον αστράγαλο, το αδειανό στρωσίδι του πεζοδρομίου που διαθέτει και το ίχνος της γραφής. «Γράφω αυτό που περπάτησα», ακούμε να λέει κάποια στιγμή ο αφηγητής του βιβλίου. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό που καταγράφει δεν είναι εικόνες ή εντυπώσεις του αλλά τα διεστραμμένα ίχνη αυτών των διαδρομών που εκτρέπονται τώρα στην προοπτική της μυθοπλαστικής τους αφήγησης. Τα ίχνη του άλλου γίνονται αυτόματα τα ίχνη της δικής του γραφής. Γιατί ο συγγραφέας-διαβάτης μπορεί να κινείται στον Τόπο αλλά στην πραγματικότητα περιπλανάται στον Χώρο. Θύμα αυτός της λέξης, που δεν εδράζεται τόσο στο ίδιον των πραγμάτων, όσο στην έκταση της αμφισημίας τους. Η γραφή του αναγνωρίζεται έτσι ως μια μυστική εμπειρία στα όρια αυτή της χωρικότητας, μιας ανθρωπολογικής μάλιστα χωρητικότητας που εν-τοπίζεται στην εμπειρία μόνο του ανεντόπιστου. Από εδώ και το υπαρκτικό της στερέωμα αλλά κι η μοναδικότητα του βάθους της. Η αφήγηση έτσι είναι αυτό το κατώφλι που δρασκέλισε ο συγγραφέας στην αρχή. Κάθε βήματα του μέσα στον κόσμο θα ’ναι από εδώ και πέρα και μια διαδικασία απεδαφικοποίησης. Θα ’ναι οι λέξεις που θα εξαχνώνουν, θα μεταβάλλουν και θα μεταθέτουν τον κόσμο σε μια άλλη διάσταση, σ’ αυτό που ο Michel de Certeau θα ονομάσει «χωρικοποιούσα φρενίτιδα», σε μια ατελεύτητη δηλαδή διαδικασία κειμενοποίησης του κόσμου, σε μια διαρκή τέλεση πένθους. Είναι τότε αυτό το όνομα του άλλου, που θα γίνει εδώ ένα ανώνυμο όνομα, μια πληθυντική ενικότητα που θα δεξιωθεί όλα τα ονόματα των άλλων, τώρα κι αυτό το μοναδικό όνομα του συγγραφέα.
   Σαν να μην έγινε έτσι ούτε ένα βήμα μέσα στον κόσμο, σαν αυτό το βήμα να ήταν η ύπαρξη και μόνο αυτού του κατωφλιού, η θέα του Έξω του. Η δυνατότητα της γλώσσας να εκτρέπεται πέρα απ’ το κατώφλι της και σαγηνευόμενη να επιστρέφει στη πρωταρχική και αμετακίνητη θέση της. Γιατί η μόνη καταφυγή του συγγραφέα, απ’ αυτή την υποτιθέμενη περιπλάνηση του μέσα στον κόσμο, είναι και πάλι, αλλοίμονο, το δώμα των ομοιοτήτων του, ο περίκλειστος χώρος των λέξεών του. «Και έτσι όταν βρέθηκα ξανά πίσω στο δωμάτιο της γραφής, η Αθήνα άρχισε να σχηματίζεται εντός μου ως η εντύπωση ενός τρίτου προσώπου που γύρισε από μια βόλτα στους δρόμους της. Εγώ αισθανόμουν σαν να μην είχα – ούτε στιγμή- εγκαταλείψει το δωμάτιο μου». Η γραφή, αυτή η μυστική ιδιοποίηση του κόσμου, η ποιητική του πραγμάτωση και η επανεύρεση του ως Άλλο.

Πρώτη δημοσίευση: Η Αυγή, 15.7.2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου