Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Η φαντασιακή δι-έγερση


Ζακ Λακάν 
Ο ατομικός μύθος του νευρωτικού 
Μετάφραση: Νάσια Λινάρδου Μπλανσέ 
Εκδόσεις Εκκρεμές 

 Σε μια διάλεξη που έδωσε ο Jacques Lacan, το 1952, στο Κολέγιο Φιλοσοφίας, με τίτλο Ο ατομικός μύθος του νευρωτικού, η ψυχαναλυτική εμπειρία, αναγνωρίζεται, μέσα στο γνωσιολογικό σύμπαν του ανθρώπου, ως μια τέχνη του εαυτού. Ένα πεδίο όπου ο άνθρωπος αναμετράται με τον εαυτό του. Ένα περίκλειστο πεδίο, που εκπέμπει, αδιαλείπτως, την αδιάθετη αλήθειά του. Αδιάθετη· γιατί η γλώσσα που διεγείρει και εκθέτει αυτό το πεδίο, είναι ένας λόγος που υπομένει τη μοναδική του θέση, το αμετάδοτο της απορίας του. Υπάρχει έτσι ένα ειπωμένο ανείπωτο, μια δυνατή αδυναμία, ένα καταγωγικό όριο, που είναι και το όριο του ίδιου του λόγου, το γλωσσικό του όριο, μια αδύνατη “ρηματική διατύπωσή”. Η ψυχαναλυτική εμπειρία δεν αντικειμενοποιείται, λέει ο Lacan, μιας κι αυτός ο αντικειμενοποιημένος ορίζοντας, αντιβαίνει στο διυποκειμενικό συμβάν και στο αδιατύπωτο νόημά του. Το υποκείμενο εγγράφεται έτσι στο ανεγγράψιμο της διαφοράς του, στο ανέκφραστο της νοσταλγίας του, στην κίνηση της πυρηνικής του επιστροφής, όπου αυτό δεν καθεύδει. Όλα τ' άλλα, είναι τεχνικές, που αναλώνονται σ' αυτό που ο Jacques – Alain Miller θα ονομάσει: “παραπλανητικό εγχείρημα συγκρότησης μιας μεταγλώσσας”, κι όταν όλα μάλιστα εκ-φέρονται στη σιωπή της γλώσσας, στην εκ-σωτερική της εμπειρία. Μια εμπειρία αδυναμίας μιας και ο λόγος δεν μπορεί να ειπωθεί, ο λόγος “είναι εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί σαν λόγος”. Αυτή η ανεγγράψιμη, αλλά όχι όμως και ανεκλάλητη διαφορά, του αναδυόμενου λόγου της ψυχαναλυτικής εμπειρίας, είναι αυτή που διασώζει και την ψυχαναλυτική επιστήμη από την τεχνικοποιημένο ορίζοντα της επιστημονικότητάς της. Μιας επιστημονικότητας που επιχειρεί να καθηλώσει τη γλώσσα, να την εξαντλήσει, να περί-ορίσει το ανεξάντλητο της κυριαρχίας της. Μια κακή χρήση της γλώσσας, που καταλήγει στην αχρηστία της γλώσσας, σ' αυτό που δεν είναι γλώσσα, γιατί δεν είναι πλέον το ανάβρυσμα μιας ροής, αλλά το κανάλι μιας τυποποίησης.
   Στο κενό αυτής της επιστημολογικής αμηχανίας, αλλά και στην ανάγκη να εκφραστεί το ανέκφραστο και να διατυπωθεί το ανείπωτο, εγείρεται για τον Lacan, η δυνατότητα του μύθου, ακόμη καλύτερα της φαντασίωσης. Η φαντασίωση έρχεται να εκφέρει έναν λόγο πάνω στο κενό μιας πραγματικότητας, να διατυπώσει αυτόν τον λόγο μέσα στην επικράτεια του λόγου και για κάτι που ανθίσταται σ' αυτόν τον λόγο, να διατυπώσει κοινώς, την αδύνατη υπόσχεσή του. Η φαντασιωτική αφήγηση είναι ένας λόγος δίχως ανάφορο, ένας λόγος που εκ-δηλώνεται μόνο στον εαυτό του, στα όρια της ρηματικής του διατύπωσης. Δεν αναφέρεται σε καμιά πραγματικότητα παρά μόνο στην καταδική του πραγματικότητα. Και για να πούμε τα πράγματα με το ακατονόμαστο όνομά τους, αυτό που η φαντασίωση επιχειρεί να “συγκεκριμενοποιήσει”, σ' αυτή την οριακή της συνθήκη, είναι μια θεμελιώδης αδυνατότητα, μια αδυνατότητα που καθιερώνει και τον ψυχισμό του υποκειμένου, η αδυνατότητα του σεξουαλικού. Η φαντασίωση μορφοποιεί την αμορφία του, την καθιστά ορατή, της αποδίδει ένα νόημα, μια πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πέραν αλλά και εντός του Πραγματικού που την διεγείρει. Αυτό το αδύνατο των φύλων, που δεν αποβάλει την αδυνατότητά του και γι αυτό η φαντασιακή του απόλαυση θα είναι πάντα μια απόλαυση της απώλειας, η απόλαυση της μη σχέσης. Το ανεντόπιστο έτσι ίχνος του Άλλου εγείρει στο υποκείμενο έναν συμβολικό ορίζοντα, έναν ορίζοντα ποθητών αντικειμένων, μια σειρά από μικρά αντικείμενα α της επιθυμίας. Αυτό που συναρθρώνει αυτή την συναστρία των αντικειμένων, είναι η φαντασίωση, μια μυθοπλασία που ρυθμοποιεί το αρρύθμιστο και επουλώνει όλες τις χαίνουσες οπές της απόλαυσής της.
   Μέσα από ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του φροϋδικού αρχείου, αυτό του Ανθρώπου με τα ποντίκια, ο Lacan στοχάζεται πάνω σ' αυτούς τους ναρκισσιστικούς, φαντασιακούς αναδιπλασιασμούς του νευρωτικού υποκειμένου. Είναι λοιπόν ο γάμος του πατέρα, που θα διεγείρει στο υποκείμενο του παραδείγματος, όλο το φαντασιωτικό σενάριο της καταδυνάστευσής του. Μια περιδίνηση σε πρωταρχικές εικόνες που διαθλούν το αρνητικό τους νόημα σε μεταγενέστερες, όλες προσταγές, όπως θα πει ο Lacan, του Πραγματικού. Αλληλοτροφοδοτούμενα σενάρια, που αποκαλύπτουν τη σαφήνειά τους μόνο στο υποκείμενο βλέμμα τους. Φασματικά πρόσωπα, που το ένα αντικατοπτρίζεται μέσα στο άλλο, κι όλα μαζί επιδεινώνουν το ψυχικό φορτίο, κατακλύζοντας τον καταλύτη των εικόνων τους μ' ένα ακατάλυτο άγχος. Αυτή η μετατόπιση της πρωταρχικής εγγραφής που διανοίγει κι ένα περιβάλλον διχασμών, εκτρέποντας το υποκείμενό της σε μια ατραπό μυθοποιίας. Ένας εσωτερικός διχασμός που επεκτείνεται και στο πρόσωπο του άλλου, σε μια φαντασιωτική, δισυπόστατη μορφή, που επιτάσσει τις ανοίκειες ταυτίσεις της. Ταυτίσεις που διασπείρουν το βίωμα, το απολύουν, απολύουν τη μοναδικότητά του, ενσωματώνοντάς το στο φαντασιακό περίγραμμα του άλλου. Ένας ναρκισσιστικός αντικατοπτρισμός που διαγράφει το υποκείμενό του στις ονειρικές του εξ-άρσεις και στις φαντασιακές του εγέρσεις. Μία απώλεια που συγκροτεί και τον ίδιον τον πυρήνα του ψυχισμού. “Τι είναι το Εγώ”, αναρωτιέται ο Lacan, “αν όχι κάτι που το υποκείμενο δοκιμάζει κατ' αρχάς σαν κάτι ξένο μέσα του;” Αυτό το στάδιο του καθρέπτη, η βρεφική δεξίωση του κόσμου, η δεξίωση μιας απώλειας, μιας εγκατάλειψης, μιας εγκατάλειψης, όπως θα υπενθυμίσει ο Lacan, μέσα-στον-κόσμο, μιας μυστικής εμπειρίας θανάτου. Όλες οι φαντασιακές σχέσεις αναγνωρίζονται στην οριακή εμπειρία αυτής της απώλειας. Ο θάνατος, που 'ναι για τον Lacan, το καταλυτικό στοιχείο αυτών των ναρκισσιστικών ταυτίσεων, ένα εγερτήριο συμβάν που διαθέτει τη μοναδικότητα του βιώματος μέσα στο σύμπαν των αντικατοπτρισμών και των ομοιοτήτων. Ένας υπαρξιακός καταλύτης που καινοτομεί ακόμη και σ' αυτή την αναλυτική εμπειρία, καταυγάζοντάς την με το δικό του απόκοσμο φως. Αυτή η περίπτωση του Goethe, και της φωτοχυσίας του θανάτου του, που κλείνει την περιώνυμη διάλεξη του Lacan, αλλά τώρα και το κείμενο αυτό.

Πρώτη δημοσίευση: Η Αυγή, 22.11.2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου