Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Το αντί-κείμενο του βλέμματος



Μισέλ Φουκώ
Η γέννηση της κλινικής
Μετάφραση: Κική Καψαμπέλη
Εκδόσεις Νήσος

   Το βλέμμα εν-τοπίζει και δια-γράφει την ενικότητα. Η γλώσσα του βλέμματος. Η καταστατική της θέση μέσα στον κόσμο των πραγμάτων. Η εμφάνεια και η δι-αφάνειά τους. Η ανταπόκριση και η σιωπή τους. Το Είναι και το μη Είναι τους στον ορίζοντα του άλλου. Ένα εξεταστικό βλέμμα που διανοίγει τον χώρο κειμενοποιώντάς τον, αποδίδοντάς τον στις ρηματικές του καθηλώσεις και προοπτικές. Ο άλλος εκ-δηλώνεται μέσα στη φωτοχυσία αυτής της εξαντλητικής μου θεώρησης. Αναλαμβάνει εκεί την έγερσή του, το ζωικό του ίχνος μέσα στον τόπο του ορατού. Ένα ίχνος που μόνο κατονομαζόμενο μπορεί να υπάρχει. Αυτή η αδαμιαία εργασία των λέξεων πάνω στα πράγματα, καθώς αυτά αποδίδονται στην αλήθειά τους, ανασυρόμενα από τη λήθη της καταγωγικής τους σιωπής. Ένα επαγρυπνούμενο βλέμμα πάνω στον κόσμο που διανοίγει για τον Michel Foucault και το πεδίο της εμπειρίας. Μιας εμπειρίας γνώσης που κατοπτεύει το χώρο της διαυγάζοντάς τον.
   Στη Γέννηση της Κλινικής, σημαίνον έργο της φουκωικής γνωσιολογίας, η σχέση της λέξης με το πράγμα διερευνάται στον τόπο του πάσχοντος σώματος. Ένα σώμα που εκτίθεται στις εντάσεις των μορφικών του απογνώσεων και στις συσπάσεις των οδυνηρών του διεγέρσεων. “Η υγεία”, υποστηρίζει ο Michel Serres, “είναι η σιωπή των οργάνων”. Αλλά τα σώματα της κλινικής δεν σιωπούν. Μοιάζουν να είναι οδυρώμενες γλώσσες. Γλώσσες που τανύζουν το σώμα, το εξαντλούν και μέχρι το ίχνος της τελικής του δι-αφάνειας. Και πάλι γλώσσες που το αποκαλύπτουν, που το εγκαλούν στη διά-γνωσή του. Στη κλίνη αυτού του σώματος εγείρεται μια ιδιάζουσα συνομιλία μεταξύ του γιατρού και του ασθενούς που θα διακρίνει αλλά και θα εξορθολογίσει μαζί τις θέσεις των υποκειμένων της. Θα τα διακρίνει σε μια γνώση που όπως λέει ο Foucault, δεν θα είναι μια γνώση “ιστορικής ή αισθητικής τάξης”, αλλά η ορθολογική γνώση μιας αντικειμενικότροπης αλήθειας.
   Η κλινική είναι ο τόπος αυτής της συνομιλίας, ο τόπος των ερωτήσεων αλλά και της αναμονής των απαντήσεων.  Αυτό το μέγεθος της κλινικής εμπειρίας που διανοίγει μια ολόκληρη επιστημολογική τομή στο καθεστώς της γλώσσας, στον ίδιον τον ορίζοντα των πραγμάτων. Το ασθενές σώμα δεν είναι πλέον το πεδίο μιας μεταφυσικής ή μεταφορικής δράσης, αλλά το πεδίο της άσκησης του επιστημονικού λόγου, ενός λόγου που καλείται να αναλωθεί πάνω σε μια σκοτεινή συνείδηση, σ' αυτή την άνιση γλώσσα των σωθικών. Εκεί ακριβώς όμως που διακρίνεται και μια εμπλοκή: η σκοτεινή γλώσσα των οργάνων μεταγγίζει στην επιστημονική της εκφορά ένα ανθιστάμενο ίχνος, ένα μυστικό απόθεμα που δεν αποδίδεται και που ο Foucault θα επιχειρήσει να το εντοπίσει στη σειρά των ιστορικών του απολήξεων και ιδιαιτέρως σ' εκείνο το πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα, με την εμφάνιση των επιδημιών, όπου μια νέα τροπικότητα θα επαναδιατυπώσει το πάσχων σώμα και θα διαγράψει τη κλινική του εμπειρία. Από την ταξινομητική, ειδολογική νοσολογία που κυριαρχούσε ως τα τέλη του 18ου αιώνα και κατέτασσε χαρακτηριστικά χωρίς να τα αναγνωρίζει στο σώμα του άλλου, διαρκής επίδρασης της αριστοτελικής γενεαλογίας, περνάμε σταδιακά στην κυριαρχία των συμπτωμάτων και στην ορατότητά τους πάνω στο σχήμα του ασθενή. Ο νεοεμφανιζόμενος νοσοκομειακός χώρος, ο εμπειρισμός της πρακτικής άσκησης, οι συμπτωματολογικές διακρίσεις, θα εγείρουν έναν λόγο, τον κλινικό λόγο, που θα δαπανάται πάνω στην εξεταστική διάκριση της σημειακής διαφοράς. Μια διαφορά που θα αναλάβει τη γλώσσα της αλλά και το θετικό της πρόσημο.
   Οι επιδημίες του 18ου αιώνα διεύρυναν την ενικότητα της ασθένειας αλλά και τον κύκλο της γνώσης της κοινωνικοποιώντας το ιατρικό πεδίο και κανοναρχώντας το δημόσιο βίο. Μια νέα “ιατρική τοπογραφία” αναδύεται, διευρύνοντας συνεχώς την επικράτειά της και εγκαθιστώντας ένα καινοφανές πλαίσιο βιοεξουσίας, οδηγώντας σε αυτό που ο Foucault θα ονομάσει “ιατρικοποίηση της κοινωνίας”. Μια πολιτική εν τέλει μεταβολή που εκθέτει την ιατρική εμπειρία στην ίδια την πολιτική της αλλά και στη σκηνή του ευρύτερου πολιτικού οραματισμού και σχεδιασμού. Τα ουτοπικά μανιφέστα της εποχής που παραθέτει ο Foucault είναι αποκαλυπτικά αυτής της νέας σκοποθεσίας. “Αν εξακολουθούμε να έχουμε ανάμεσα μας δυστυχείς (αρρώστους) τότε το επαναστατικό μας έργο ήταν μάταιο”, θα διακηρύξει ο Lebon. Η φαντασμοποιία του υγιούς ανθρώπου, το διακεκριμένο του περιβάλλον, μαρτυρούν ένα πολιτικό πρόγραμμα που ο πραγματικός του αντίκτυπος δεν θα ναι άλλος απ την κανονικοποίηση και τον έλεγχο. Μέτρο και των δύο η Κανονικότητα: Το κύρος των επιστημών της ζωής κατά τον 19ο αιώνα”, θα πει ο Foucault, “ο ρόλος τους ως προτύπου, κυρίως για τις επιστήμες του ανθρώπου, δεν συνδέεται αρχικά με τον μεταθέσιμο και περιεκτικό χαρακτήρα των βιολογικών εννοιών αλλά μάλλον με το γεγονός ότι οι έννοιες αυτές βρίσκονταν σε έναν χώρο, η βαθύτερη δομή του οποίου ανταποκρινόταν στην αντίθεση μεταξύ υγιούς και νοσηρού. Όταν θα μιλούν για τη ζωή των ομάδων και των κοινωνιών, για τη ζωή της φυλής ή και για τη “ψυχολογική ζωή”, δεν θα σκέφτονται μόνον την εσωτερική δομή του οργανωμένου όντος αλλά την ιατρική διπολικότητα κανονικού / παθολογικού”.
   Σ' αυτό το σημείο είναι απαραίτητο ν' ανοίξει όμως μια μικρή παρένθεση σ' ένα μεγάλο έργο, στο έργο του Georges Canguilhem. Μαζί με τη Γέννηση της κλινικής, Το κανονικό και το παθολογικό του Canguilhem είναι δυο βιβλία αναφοράς πάνω στο ζήτημα της κανονικότητας και της απόκλισης στο χώρο της ιατρικής. Ο Canguilhem στο έργο του καταδείχνει την ασθενή φύση του υγιούς ανθρώπου μετακινώντας έτσι το όριο του φυσιολογικού και του παθολογικού, που η ιατρική επιστήμη φαίνεται να έχει εδραιώσει. Το ίδιο το υποκείμενο είναι αυτό που θα ορίσει κάθε φορά τι είναι για το ίδιο φυσιολογικό και τι παθολογικό, σε αντίθεση με την τάση της επιστήμης να γενικεύει, να στατιστικοποιεί και να καθορίζει με σαφή και μετρήσιμα στοιχεία τα όρια του φυσιολογικού και του παθολογικού. Επανερχόμαστε έτσι εδώ στην ιστορία του ασθενή και όχι στο ιστορικό της ασθένειάς του, στην δική του πρισματική ματιά, στη δική του μοναδική παθολογία. Το παθολογικό είναι για τον Canguilhem αυτό ακριβώς, όχι μια απόκλιση από το φυσιολογικό αλλά μια άλλη θέση, μια άλλη ισορροπία της ζωής. “Η ασθένεια δεν είναι μόνο ανισορροπία ή δυσαρμονία”, υποστηρίζει, “είναι επίσης –και ίσως κυρίως- προσπάθεια της φύσης να επιτύχει μια νέα ισορροπία στον άνθρωπο. Η ασθένεια συνιστά μια γενικευμένη αντίδραση που αποσκοπεί στην ίαση. Ο οργανισμός αρρωσταίνει για να θεραπευθεί”. Ο άνθρωπος έτσι ξεπερνά το μανιχαϊστικό μοντέλο της επιστήμης, άσπρο-μαύρο. Η ζωή δεν είναι μόνο μια απλή, μονοδιάστατη φυσιολογία, ούτε αποκαλύπτεται στην προκρούστεια κλίνη της ανατομίας, αλλά στο νόημα που αποδίδουμε κάθε φορά στα πράγματα ακόμη μάλιστα και σε αυτές τις απεριόριστες εκδιπλώσεις του ονείρου. Μιλώντας για το “Κανονικό και το Παθολογικό” ο Foucault θα υποστηρίξει ότι οι θέσεις του Canguilhem εισάγουν την ιδέα του σφάλματος στον πυρήνα της ζωής και της αλήθειας. Η αρρώστια ως το σφάλμα της ζωής αλλά μαζί κι αυτή η γονιμότητα του σφάλματος. “Στην πιο ακραία της διατύπωση η ζωή είναι αυτό που είναι ικανό για να σφάλλει”, θα πει ο Foucault. 
   Η ταξινομητική ασθένεια ήταν ένα γεγονός χωρίς βάθος, μια αδιάφορη γνώση που επιμέριζε τα συμπεράσματα της ασθένειας στον αφηρημένο χώρο της θεωρητικής καταγραφής τους. Μια επίπεδη γεγονοτολογία που εξαντλούταν στις αναλογικές καταγραφές της και στις νοητικές της διατάξεις. Στο ταξινομητικό σύμπαν η ασθένεια δεν εντοπιζόταν στο σώμα του ασθενή, αλλά στο χώρο της ειδολογικής της διάκρισης, στη λεξικολογική της θέση μέσα στον νοσολογικό πίνακα, σ' ένα κατατεθειμένο σύστημα γνώσης, αδρανοποιημένο μέσα στην ιστορικότητά του και απρόθυμο στη δοκιμασία της εμπειρικής του επαλήθευσης. Αντιθέτως στην κλινική διάγνωση η γλώσσα του βλέμματος θα διαγράψει μια νέα ιατρική εμπειρία που θα δοκιμάζει σε κάθε περίπτωση τη δεδομένη της γνώση. Μια μετεξέλιξη που θα κλονίσει εκ βάθρων δοκιμασμένους θεσμούς όπως του Νοσοκομείου και του Πανεπιστημίου, καθώς θα αναδείξει “την άμεση επικοινωνία της διδασκαλίας με το πεδίο της εμπειρίας”. Η γνώση έτσι δεν θα εκκινεί απ' τις δογματικές της παραδόσεις αλλά θα δοκιμάζεται στη στιγμή μιας οξυμένης όρασης που πλέον δεν αρκείται στη ταξινόμηση απλώς των συμπτωμάτων αλλά διερευνά και το αόρατο που τα εγείρει. Το πάσχων σώμα γίνεται πλέον ένα έκθεμα, μια “οφθαλμική” περίπτωση, ένα εξιμπισιονιστικό συμβάν που διαθέτει τα σημεία του στην υπηρεσία της συλλογικής γνώσης. Ένα ηθικό ζήτημα που διεκπεραιώνεται, ακόμη και σήμερα, στον ορίζοντα του πολιτικού του νοήματος. Η αντικειμενοποίηση του ασθενή είναι αποτέλεσμα της ανατομικής ιατρικής, της ιστολογικής εμπειρίας και του κλινικού θετικισμού. Από το υποκείμενο του ασθενή περνάμε πλέον στο αντικείμενο σώμα του, μια μεγάλη απόσταση και μια βαθιά επιστημονική τομή. Από το υποκείμενο που ζει ασθενώντας στο οικογενειακό του περιβάλλον περνάμε στην κλινική του διά-γνωση και στην ιστολογική του εξατομίκευση. Ένα εργαλειακό και τεχνολογικό περιβάλλον όπου ο σύγχρονος ιατρός επεμβαίνει ορθολογικά έχοντας τον πλήρη έλεγχο πάνω σ’ έναν ασθενή που σιωπούσε γιατί απλούστατα κανείς μέχρι τώρα δεν του είχε ζητήσει το λόγο.
   Στην ταξινομητική ιατρική το βλέμμα ήταν το βλέμμα του ιστοριοδίφη, ενώ στην κλινική είναι το βλέμμα της γλώσσας. Ένα βλέμμα που δεν αναγνωρίζει απλώς τα συμπτώματα της ασθένειας αλλά την “ολικότητά” της. Από την ορατή περιοχή της νόσου κατερχόμαστε στην αόρατη έδρα της και ρηματοποιούμε τη δομικότητά της. Μια γλωσσική εξακρίβωση που αναγνωρίζει την πραγματικότητα στον απευθυντικό της ορίζοντα. Ο Foucault πολύ παραστατικά, θα δείξει αυτή την αλλαγή με την αντικατάσταση της ερώτησης του ιατρού προς τον ασθενή «τι έχετε;» με την ερώτηση «που πονάτε;». Η βουβότητα της προτέρας γνώσης διαυγάζεται τώρα από ένα ρηματικό φως που αναγνωρίζει αναγιγνώσκοντας. Μια αντιληπτική γνώση που αληθεύει τη γλωσσική καταγωγή της στις γλωσσικές εγέρσεις του άλλου. Το κλινικό βλέμμα, ως αυτό το “ανάλογο της γλώσσας”, ο τόπος των “καταγεγραμμένων συμβάντων”, και των “εκφωνήσιμων αληθειών”, “η παράδοξη ιδιότητα να ακούει μια γλώσσα την ώρα που αντιλαμβάνεται ένα θέαμα”. Αυτή η αναλυτική εργασία του βλέπειν που δεν περιορίζεται τόσο στην οπτική του συνθήκη όσο στην γλωσσική του διάσταση. Η γλώσσα είναι αυτή που εγγράφει το ορατό, την αλήθειά του, αποδίδοντάς το στη μοναδική της περιγραψιμότητα. Το σώμα του ασθενή γίνεται έτσι ένα αντί-κείμενο σώμα που διαβάζεται, που αποδίδει τα σημεία του στις λέξεις. Μια γλωσσική διαφάνεια που αναπαριστά στην επικράτεια του ορατού τη συμπτωματολογία του αοράτου. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με απλές περιγραφές επιφανειακών αναγνώσεων αλλά με ολοποιητικές αφηγήσεις που ανατέμνουνε πτώματα υπό το φως του Διαφωτισμού. Η συμπτωματολογική  επιφάνεια του σώματος ανακτά τώρα το βάθος της, όπως θα έλεγε ο Μούζιλ, τις ιστολογικές της πτυχώσεις, τα χίλια πλατό των παραμορφώσεών της. Μια καταβύθιση που επανεγγράφει και τις “διαδικασίες του θανάτου”, αναιρώντας τον ανυπέρβλητο χαρακτήρα του και την ακαριαία του τελικότητα. Ένα συμβάν, αυτό το συμβάν του θανάτου, που γίνεται τώρα ένας λόγος για τη ζωή αλλά πέραν της ζωής. Μια μοναδική δυνατότητα να αναλάβει η ασθένεια το καταγωγικό της βάθος, τη τομή του αρθρωμένου της λόγου. 
   Η κλινική εμπειρία εξαντλεί τη “νύχτα του σώματος”, τη μυθολογική του υπόσταση, το διαπερνά, το αποκαλύπτει στο φως. Η ασθένεια του παύει να είναι μια μαύρη σκιά που αφήνει  τα στίγματά της πάνω του και θεωρείται στον αφηγηματικό ορίζοντα της διά-γνωσής της. Η διαφάνεια του συμπτώματος της, ο εντοπισμός του και το τέλος η οφθαλμική καταγραφή του. Βλέπω – καταγράφω. Και αντιστρόφως. Κάτι που σήμερα μπορεί να μοιάζει αυτονόητο αλλά τότε, στο γύρισμα εκείνου του αιώνα, ήταν μια επιστημολογική επανάσταση. Το ασθενές άτομο που αναλαμβάνει  την υποκειμενικότητά του, τον ίδιον το λόγο του. Έργο μιας υπέρτατης πύκνωσης πάνω στο ανατέμνων σημείο. Το νοητό που εγγράφεται στο πραγματικό της απώλειας. Το παράσιτο που εδραιώνει το βάθος μιας υγειονολογικής επικοινωνίας. Και πάλι αυτή μόνο η στιγμή του θανάτου. Μια θανατόληπτη αφήγηση, σμιλεμένη αιώνες πριν την άρθρωσή της και που χαρακτήρισε ένα ολόκληρο ανθρωπολογικό πρότυπο. “Η εμπειρία της ατομικότητας στη νεώτερη κουλτούρα ”, θα γράψει ο Foucault, “συνδέεται ίσως με την εμπειρία του θανάτου: από τα ανοιχτά πτώματα του Μπισά μέχρι τον φρουδικό άνθρωπο, μια επίμονη σχέση με τον θάνατο ορίζει στο καθολικό το καθ' έκαστον πρόσωπό του και παρέχει στην ομιλία του καθενός την εξουσία να ακούγεται επ' άπειρον. Το άτομο οφείλει στο θάνατο ένα νόημα που δεν παύει μαζί του”. Μια καταλυτική εμπειρία που νοηματοδοτεί τη ζωή ανατέμνοντάς τη αλλά και πάλιν όμως ούτε αυτό.

Πρώτη δημοσίευση: Λεξήματα, 2.1.2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου