Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Η ανεκπλήρωτη γλώσσα



Διακοπές στην πραγματικότητα
Χάρης Βλαβιανός
Εκδόσεις Πατάκη

Ένας φθινοπωρινός άνεμος ανοίγει τα φύλλα του τελευταίου βιβλίου του Χάρη Βλαβιανού, «Διακοπές στην πραγματικότητα». Ένας άνεμος που αφήνει στο κεφαλόσκαλο του πέτρινου σπιτιού, το «φύλλο της πραγματικότητας». Ένα ανησυχαστικό σημάδι στην ασφάλεια αυτού του  καταγωγικού σκηνικού που το εγείρουν οι λέξεις, εύθραυστες πάντα στον όποιον άνεμο. Γιατί αυτή είναι η θέση του ποιητή, μια θέση ανυπόφορη: «Όπου και να σταθείς το ίδιο αφόρητο σκηνικό / η ομορφιά σωρεύει γύρω σου / εικόνες και λέξεις φθαρμένες…», «λέξεις κάθιδρες και εξαντλημένες», λέξεις που αναγγέλλουν τη σιωπή τους.  Τι άλλο;
Η ποιητική γλώσσα δεν είναι η γλώσσα του κόσμου, η γλώσσα του νοήματος, αλλά αυτή η ανοησία του κόσμου, το κενό των αναπαραστάσεών του. Είναι μια γλώσσα που έρχεται από αλλού, απ Έξω, θα έλεγε ο Φουκώ, και μεταγγίζει κάτι απ’ την κενότητα του. Μία ενόραση που πυρπολεί τον κόσμο, όλα τα δάση των σημαινόντων του, που ενσπείρει τη σιωπή, τη σιγή του κόσμου, την απόσυρσή του. Η γραφή μεταγράφει τον κόσμο, απομυζεί την ουσία του και εγγυάται την ακύρωσή του. Κάθε λέξη είναι κι ένας κοσμικός θάνατος, κάθε ονοματοδοσία και μια απώλεια του πραγματικού. Το παράθυρο αυτού του δωματίου είναι και το φίλτρο της ποίησης, ο πίνακας των μυστικών της συνδέσεων. Ο κόσμος όλος γίνεται μια ανάμνηση, ένα παιγνίδισμα σκιών. «Παρατήρησε με προσοχή / τα αντικείμενα που σε περιβάλλουν / (λουλούδια, βιβλία, φωτογραφίες), / παρατήρησε τα / καθώς αιωρούνται νωχελικά / μέσα στη μεταφυσική τους αθωότητα. / Δεν είσαι βέβαιος ότι υπάρχουν…» μπροστά σ αυτή την αποπραγμοποίηση των πραγμάτων η ποιητική γραφή γίνεται ένα σημείο αποχωρισμού. Ο ποιητής δείχνει το πράγμα με τη λέξη και το πράγμα έχει γίνει ήδη η λέξη. «Αφού είναι Μάιος / γιατί τα δέντρα γύρω μου είναι γυμνά;» Η μη ταύτιση της λέξης με τον κόσμο. Ένα παράλληλο σύμπαν. Ένα κατοπτρικό σημείο όπου το είδωλο του κόσμου απολύει τη ζωτική του ουσία, την καταγωγική του αναφορά και μετεωρίζεται σ αυτό το άπειρο των κατοπτρισμών του. Γι’ αυτό και το ποίημα εν τέλει μένει μια ανεκπλήρωτη γλώσσα, μια αδύναμη σιωπή. «Να το! Κοίτα! / Ποιο; Που;» Στο δώμα της γραφής οι σκιές των πραγμάτων είναι ανεντόπιστες, έξω από τα σχήματα που τις προβάλλουν. Σκιές που δεν έρχονται απ έξω αλλά απ το Έξω, το Έξω του κόσμου, απ’ το αόρατο και το ανείπωτο που τον διαπερνά. «Ένα άλλο βέλος ακολουθεί πάντα το βέλος του Ζήνωνα: / αυτό που το διαπερνά και το σχίζει στα δύο». Ένας διπλασιασμός που δεν επαυξάνει αλλά ακυρώνει τον κόσμο. Το ποίημα υπο-μένει αυτή την απώλεια, το κενό των αναπαραστάσεών της. Μια κενότητα που διαχέεται σε όλη την κλίμακα του Λόγου, σε όλον τον πυρήνα της Αλήθειάς του. Οι λέξεις πια δεν έλκουν τις καταγωγές τους, οι λέξεις Είναι. Γεννήματα της γλώσσας, αντιγραφές του κόσμου, αυτή η «έρημος του πραγματικού», (Zizek). «Στην άκρη του γυμνού δωματίου ένα φέρετρο. / Ένα φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου. / ένα φέρετρο. / Στην άκρη. / Του γυμνού δωματίου». Ότι αφήνει πίσω της αυτή η άμπωτης των λέξεων: γυμνές, παγωμένες μορφές, αυτόπτες μάρτυρες της κοσμικής εξαφάνισης. Υπάρξεις μιας αδιάφορης ανωνυμίας, που δεν ανταποκρίνονται στις επίγειες εκκλήσεις. Οι αναπαραστάσεις τους δεν επενδύουν αλλά εκθέτουν τον κόσμο, τον εκθέτουν στη γυμνότητά του, στον ξενικό ορίζοντα μιας συνθήκης, μιας γλωσσικής συνθήκης, που καθιστά το πραγματικό μια λανθάνουσα ανάμνηση, μιαν ανυπόφορη προοπτική. «Έχεις δίκιο: είμαι ένας ακρωτηριασμένος / που εξακολουθεί να του πονάει το κομμένο του χέρι». Η απώλεια και η επανεύρεση του πραγματικού μέσα στο ποίημα είναι η πλάνη της γραφής, η χαριστική της βολή. Όσο κι αν το ποίημα θέλει τη πραγματικότητα να συνηγορεί στην τελείωσή του, αυτή πάντα θα του διαφεύγει κι αυτή η απώλεια θα είναι κι η καταγωγική του συνθήκη. Στο ποίημα «Λευκές νύχτες του Τολστόι», διαβάζουμε τα τελευταία του λόγια: «Εξαιτίας της / η ψυχή μου θα βασανίζεται στην Κόλαση / μαζί με αυτήν της Άννας». Ο Τολστόι εγκαταλείπεται στην επινοημένη του ηρωίδα. Όπως ακριβώς αυτοσυστηνόταν ο Φλωμπέρ στα παρισινά καφέ: «Είμαι η Μαντάμ Μποβαρύ». «Πεθαίνει», ο ποιητής Γέητς, «το 1939 στη Γαλλία. Στο πλευρό του βρίσκονται η Τζόρτζι και η φίλη του Λαίδη Ντόροθυ Γουέλσλεϋ». Ο ίδιος πάντως, λίγο πριν κλείσει τα μάτια, είδε ¨δεκάδες πνεύματα και όμορφες Ιρλανδές νεράιδες¨ να τον καλούν κοντά τους». Ο ποιητής ενώ πρώτα παρέδωσε όλον τον κόσμο στον αφανισμό του τώρα καταδύεται κι αυτός, ως ο τελευταίος άνθρωπος, στα μαύρα νερά και της δικής του εξαφάνισης. Αφήνεται μόνος και ανίσχυρος στους οικείους του αναδιπλασιασμούς. «Σ’ ένα παρόν επιτελούς δικό σου, / παρόν υπαρκτό, / όχι επινοημένο / για τις ανάγκες άλλης μιας προβλέψιμης μεταφοράς, / τη βλέπεις να έρχεται / με σταθερό βήμα προς το μέρος σου./ Μπορείς πάλι να προφέρεις τ’ όνομα της, / ν’ απλώσεις το χέρι να την αγγίξεις, / να εγκαταλείψεις το ποίημα στην αυτάρεσκη σιωπή του- / ν’ αρχίσεις να ζεις». Ματαίως. Το όνομα της δεν θα προφερθεί ποτέ. Το ποίημα θα’ χει φροντίσει γι’ αυτό. «Ανάμεσα στην τέχνη και τον κόσμο», παρότρυνε φιλάνθρωπα ο Κάφκα, «πάρε το μέρος του κόσμου». Δεν το πήρε.

Πρώτη δημοσίευση: Η Αυγή, 7.7.2009



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου