Μπλανς και Μαρί
Περ Όλοβ Ένκβιστ
μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, 2008
Η Μπλανς Βιτμάν, η «βασίλισσα των υστερικών», ο Ζ. Μ. Σαρκό,
ο πατέρας της νευρολογίας, και η Μαρί Κιουρί, η επιστήμων της ραδιενέργειας.
Τρεις υπάρξεις, στα όρια της ανθρώπινης κατάστασης, όπως θα έλεγε η Arendt.
Δεκάξι χρονών η Μπλανς θα εισαχθεί με συμπτώματα υστερίας στο νοσοκομείο του
Σαλπετριέρ. Θα συνδεθεί με τον Σαρκό. Θα γίνει το αγαπημένο του μοντέλο, στις
δημόσιες παραστάσεις υπνωτισμού που έδινε κάθε Παρασκευή στην μεγάλη αίθουσα
του νοσοκομείου. Η Μπλανς, το πειραματόζωο, θα γίνει τ' αστέρι του, το αστέρι
της εποχής. Τις παραστάσεις της θα τις παρακολουθούν εξέχοντα μέλη της
παρισινής, και όχι μόνο, κοινωνίας, μεταξύ των άλλων και ο νεαρός Σίγκμουντ
Φρόιντ, βοηθός τότε του Σαρκό, ο Στρίντμπεργκ αλλά και η Σάρα Μπερνάρ. Πάνω στη
σκηνή η Μπλανς θα γίνει η γυναίκα με τα πολλά πρόσωπα κι όλα μαζί στα χέρια του
Σαρκό, χέρια που δεν θα την αγγίξουν ποτέ πάνω στη σκηνή της ύπνωσης, στη σκηνή
που διέσχιζε πάντα ένα φυλλοβόλο δάσος, μέχρι να βρει το δρόμο για την όχθη του
ποταμού, σαν πεταλούδα φευγάτη προς το φως. Στην όχθη που συναντούσε εκείνον,
ξανά και ξανά, κάθε Παρασκευή, «ολομόναχοι, όπως έπρεπε να ναι». Ένα
ανομολόγητος έρωτας με τον Σαρκό, ένα ανείπωτο πάθος, μια πάλη του ορθολογισμού
με την τρέλα, της λογικής με τον έρωτα. Θα μείνει κοντά του μέχρι τέλους κι
αυτό το μέχρι τέλους θα είναι για την Μπλανς κι ο ορισμός του έρωτα. Μέχρι
τέλους λοιπόν. Όταν πεθάνει ο Σαρκό η Μπλανς ξαφνικά θα γιατρευτεί, θα φύγει
από τον «πύργο με τις τρελές» και θα συναντηθεί με την Μαρί Κιουρί όπου θα
γίνει και η βοηθός της. Μαζί οι δύο γυναίκες, μερόνυχτα ολόκληρα, θα δουλεύουν
κάτω από ένα τρύπιο υπόστεγο πάνω στην ανακάλυψη του ραδίου. Επεξεργαζόμενες
τον πισσουρανίτη θα υποστούν και οι δύο τις θανάσιμες επιπτώσεις της
ραδιενεργού του ακτινοβολίας. Αποτέλεσμα για την Μπλανς: ένα κορμί
ακρωτηριασμένο από τα δυο του πόδια και το αριστερό του χέρι. Την υπόλοιπη ζωή
της θα τη ζήσει μέσα σε ένα ξύλινο κασόνι με ρόδες, στο διαμέρισμα της Κιουρί
στο Παρίσι, σημειώνοντας στα τετράδια της τον άνισο απόηχο της ζωής. Με το μοναδικό
χέρι που της έχει απομείνει θα καταγράφει τις σκέψεις της, σκέψεις που δεν θα
ενδίδουν στο φως τους. Θα γράφει γι αυτό το άγνωστο γαλαζωπό φως του ραδίου που
φωσφόριζε μέσα στη νύχτα του υπόστεγου και για τις δυο γυναίκες που έμεναν
αμέριμνες μέσα στο θάμβος του. Σημειώσεις ενός ακρωτηριασμένου σώματος και γι
αυτό, όπως θα σημειώσει και η ίδια, τίποτε άλλο από κάποιες «ακρωτηριασμένες
αφηγήσεις».
Μετά το πρώτο βραβείο Νόμπελ και μετά το θάνατο του άντρα
της Πιέρ, η Μαρί Κιουρί θα γνωρίσει τον πραγματικό έρωτα στο πρόσωπο του Πωλ
Λανζεβέν, ενός άντρα πιο ραδιενεργού κι απ΄το ράδιο. Θα την εγκαταλείψει. Θα
έρθει το δεύτερο Νόμπελ. Θα κυνηγηθεί από το σκάνδαλο του Πωλ. Θα ζήσει
αυτοεξόριστη στο Λονδίνο. Θα υπερασπιστεί τα δικαιώματα των γυναικών και πάλι
θα μείνει μόνη, δίχως τον έρωτα, δίχως αυτό το μέχρι τέλους της Μπλανς. Θα
επιστρέψει στο Παρίσι. Θα γονατίσει δίπλα στο ξύλινο κασόνι, δίπλα στο μισό
σώμα της Μπλανς, θα της ζητήσει τις απαντήσεις που η ίδια δεν βρήκε και που δεν
θα της τις δώσει ποτέ κανείς. Πέραν της επιστήμης η Κιουρί ήταν μια μισή
ύπαρξη, όπως τώρα αυτό το μισό σώμα της Μπλανς. «Πως βγαίνει κανείς ζωντανός απ
τον έρωτα;» ρωτά η Μπλανς στα τετράδια της, ούτε η Μαρί θα έχει απάντηση. «Το
αινιγματικό γαλάζιο φως Μαρί, τώρα αρχίζει», θα πει μόνο η Μπλανς. Αυτό το
γαλάζιο θανατερό φως του ραδίου. Λίγους μήνες αργότερα η Μαρί θα γράφει από το
νοσοκομείο στη Μπλανς: «οι δικοί μου ακρωτηριασμοί μόλις και άρχισαν, σύντομα
οι δυο μας θα καταντήσουμε μινιατούρες και θα χωράνε μαζί στο ίδιο κασόνι».
Στο «Μπλανς και Μαρί» ο Περ Όλοβ Ένκβιστ αφήνει όλο το
σκοτάδι της βόρειας ψυχής του να διαχυθεί πάνω στις σημειώσεις της Μπλανς. Σ’
αυτές τις βαθιές φυλλωσιές που ριγούν και καθώς ριγούν επιτρέπουν σ’ αυτό το
θαμπό γαλάζιο φως να ’ρθει και να τυφλώσει τα μάτια. «Αν ενώσουν δυο άνθρωποι
το σκοτάδι τους τότε βγαίνει ένα φως» σημείωνε στα τετράδια της η Μπλανς. Ο
Ένκβιστ αφήνει τις σημειώσεις της όπως είναι, γυμνές, αμέριμνες και
θανατηφόρες. Όπως και τα πρόσωπα του έργου του, υπάρξεις μετέωρες και οδυνηρές,
πρόσωπα ανίκανα να υποστασιοποιηθούν μέσα στη γλώσσα, ανίκανα να δεχθούν μια
άλλη σιωπή πέρα απ' τη σιωπή των αποριών τους. Απολεσθείσες υπάρξεις, όπως αυτά
τα πολλά πρόσωπα της Μπλανς στις παραστάσεις της, που υπάρχουν ανίσχυρα μέσα
στη ζοφερή τους αδυναμία, υποστάσεις ανεκπλήρωτες και ανέκφραστες και γι αυτό
εξαρτημένες απ' την αδυναμία της πιο βαθιάς τους ανάμνησης. Ο Ένκβιστ
εγκιβωτίζει το μυθοπλαστικό του λόγο μέσα στο ξύλινο κασόνι της Μπλανς, τον
καταβυθίζει έτσι στην απελπισία της γλώσσας που δεν είναι γλώσσα αλλά ανάμνηση
γλώσσας. Είναι αυτό το κενό που υπάρχει πίσω από τη γλώσσα, όπως εκείνο το
γαλάζιο φως της Μπλανς πίσω απ' τις φυλλωσιές του δάσους. Μια σαγήνη που δεν
είναι η σαγήνη του πραγματικού αλλά η αδυναμία της αναπαράστασης του, μια
αδυναμία που γίνεται όμως και η τελευταία του αναλαμπή. Μένοντας στις απορίες
τους, η Μπλανς και η Μαρί, μένουν στην αδυναμία της αλήθειάς τους, στις
υπολειμματικές τους αναμνήσεις αλλά και πάλι μ’ αυτή τους τη στάση διανοίγονται
ακέραιες, αυτά τα μισά σώματα, στον ορίζοντα της επιθυμίας.
Ο Ένκβιστ είναι βόρειος, ο άνθρωπος της μακριάς νύχτας. Τα
έργα του έχουν κάτι απ' τις δραματικές ατμόσφαιρες του Μπέργκμαν, απ' το βάθος
της υπαρξιακής κατάστασης. Με τις λέξεις του μεγεθύνει αυτό το σκοτάδι, το
πυκνώνει μέσα του. Είναι ένα σκοτάδι που εκλύει το φως, όχι όμως το απολλώνειο
φως αλλά το θανατερό, γαλάζιο φως του ραδίου, το φως των σκοτεινών δρυάδων, το
φευγαλέο σλάλομ του σέλας πάνω από τους πάγους. Σκότος ημέτερον φάος. Αν
υπάρχει ζωή στο πλανήτη, έλεγε μια φίλη, υπάρχει γι’ αυτό το υπέροχο πλάσμα που
λέγεται Ένκβιστ. Για τους σκοτεινούς, μετέωρους και εύθραυστους κόσμους του. Γι
αυτό και μόνο.
Πρώτη δημοσίευση: Αυγή, 2.6.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου