Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Το σκληρό κέλυφος μιας νύχτας


Κλαρίσε Λισπέκτορ
Τα κατά Α.Γ. πάθη
Μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου
Εκδόσεις Αντίποδες

   «Τα κατά Α.Γ. πάθη», της Κλαρίσε Λισπέκτορ,  ανοίγουν με παύλες και κλείνουν μ’ αυτές. Μια γραφή έτσι που μας εισάγει στ’ ανείπωτο και στ’ ατέρμονο. «Αποσπασματικά οράματα» που αποδίδουν τη συγκίνησή τους κι αποδίδονται. Εγγράφουν και, την ίδια στιγμή, αποσύρουν το ίχνος τους. Το μόλις βιωμένο που θεωρείται ήδη απολεσμένο. Μένει το θάμβος μόνο μιας απορίας, μιας απογοήτευσης υπαρκτικής. Στο συμβάν αυτής της απώλειας ένα μέγεθος ζωής αποζητά επίμονα την μορφοποίησή του, την αφηγηματική του εξεικόνιση. Ένα σχήμα που επιβάλλει και τις υποχωρήσεις του απέναντι στην καταγωγική του αλήθεια. «Ίσως αυτό που μου συνέβη να είναι μια κατανόηση – και, για να είμαι αληθινή, ίσως να πρέπει να συνεχίζω να μην βρίσκομαι στο ύψος της, να πρέπει να συνεχίζω να μην την αντιλαμβάνομαι. Κάθε αιφνίδια κατανόηση μοιάζει πολύ με αιχμηρή ακατανοησία». Η ζωή εγγράφεται έτσι στη λήθη της αλήθειάς της, στο σβησμένο της ίχνος, σε ό,τι εκβάλει στις «όχθες του τίποτα», εκεί που χάνεται ο εαυτός, και που, όπως λέει κι η Λισπέκτορ, χάνεται κι ο άλλος. Παρ’ όλα αυτά οι λέξεις προστίθενται, το ίχνος γράφεται, κάτι ελάχιστο αρχίζει να διατυπώνεται, μια μορφή μόλις ν' αχνοφαίνεται, οικεία κι ανοίκεια μαζί. Η γραφή· που εκδηλώνεται μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι, που τ’ αποκαλύπτει, το εκθέτει, το φέρει μέσα της, το ίδιο το μελάνι της, μ’ αυτό που «αναβάλλει τη σιωπή». 
   Η Α. Γ. , η αφηγήτρια του βιβλίου, μια ευκατάστατη, ερασιτέχνης γλύπτρια του Ρίο ντε Τζανέιρο, κοινωνική, αγαπητή στους φίλους της, ζούσε μια στρωτή και φινετσάτη ζωή, αλλά που στις φωτογραφίες της όμως «αποτυπωνόταν μιαν άβυσσος». Μια μέρα αποφασίζει να τακτοποιήσει το διαμέρισμά της αρχίζοντας απ’ το δωμάτιο της υπηρέτριάς της, που την είχε εγκαταλείψει πριν κάποιες μέρες, ένα δωμάτιο στο περιθώριο του διαμερίσματος, που δεν το επισκεπτόταν συχνά. Μια ετεροτοπική συνθήκη ζωής που γειτνίαζε με την υπόλοιπη ζωή της, ανέγγιχτη και μυστικά. Μια κατσαρίδα στο εσωτερικό της ντουλάπας θα γίνει αντιληπτή απ’ την Α.Γ. Μια ακατανόμαστη ζωή στη γυμνότητα αυτού του χώρου. Μια ζωή που ταίριαζε στη νύχτα της: «ένα ολόκληρο σκοτάδι από κατσαρίδες». Η Α.Γ. κλείνει απότομα την πόρτα της ντουλάπας και τη λειώνει. Το μικροσυμβάν αυτό τη φέρνει σε ισχυρές αναταράξεις. Την παραδίδει σε δίνες ανησυχαστικών σκέψεων πάνω στην εμπειρία της ζωής. Μια συναισθηματική υπερδιέγερση που ανίχνευε το ανομολόγητο στο κοίλο αυτού του αποκαλυψιακού πλέον δωματίου, που όλος ο χώρος του είχε γίνει ένας οφθαλμός: «Τα πάντα κοιτάζουν τα πάντα, τα πάντα ζουν τα άλλα· σε αυτή την έρημο τα πράγματα ξέρουν τα πράγματα».  Η Α.Γ. στέκει απέναντι αλλά και μέσα της, στις μεταμορφώσεις του βίου της, στο είδωλό της, «είμαι αυτό που είδα», μια απειρία αντανακλάσεων που οι λέξεις πασχίζουν, ματαίως, να κατονομάσουν.
   Η Α.Γ. με το λιώσιμο της κατσαρίδας, περνά ένα σύνορο. Βρίσκεται πλέον στην επικράτεια του ακαθάρτου. Καθηλωμένη στη στιγμή του θανάτου, στο κατακλυσμιαίο παρόν του, «ένα παρόν που καίει», και που διατρέχει σαν ηλεκτρικό ρεύμα όλες τις πτυχές της υλικότητας. «Η ώρα της ζωής», θα μονολογήσει η Α.Γ., «είναι τόσο κολασμένα ανέκφραστη που είναι το τίποτα». Ένα απορημένο, διανοιγόμενο τίποτα που καταλαμβάνει το χώρο και το χρόνο της, εκθέτοντάς την σ’ αυτό που η ίδια θα ονομάσει έρημο, μια έρημο νοήματος, που λειτουργούσε τώρα απελευθερωτικά. Διανοίγεται έτσι σε μία κλήτευση ονομάτων, στην αλλότητα ενός ελευσόμενου νοήματος. Μια κατακτημένη, «εξανθρωπισμένη ζωή», ένα διαχειρίσιμο νόημα, που κάποτε στήριζε τη ζωή της, τώρα κατέρρεε. Τώρα υπάρχει μόνο η υλικότητα της νύχτας, η ανωνυμία της, μια σιωπή που υπερέχει. Στην έρημο αυτή η Α.Γ. γίνεται πυρήνας, «είμαι πυρήνας», γίνεται το ίδιο το μυστικό της ζωής, η αποκάλυψή του, η άβυσσος του χρόνου κι η αντεστραμμένη άβυσσος της σάρκας. Κι οι δυο οξυμένες στην ενεστωτική τους στιγμή. Μια στιγμή που δεν καθεύδει παρά επικαιροποιεί διαρκώς τον εαυτό της. Η Α.Γ. αναγνωρίζεται σ’ αυτό το πεπρωμένο, όπου δεν αναγνωρίζει την ανθρωπινότητά της, αλλά την πυρηνική της αγωνία. Μια αγωνία που φιλοτεχνεί και τη μοναξιά της: «Γιατί, καθισμένη εκεί και ακίνητη, είχα αρχίσει να θέλω να ζήσω την ίδια μου την απόμακρη φύση σαν μοναδικό τρόπο να ζήσω το παρόν μου».  Μέσα απ’ αυτή τη κοσμική μοναξιά εισέρχεται έκθαμβη στο καθεστώς των πραγμάτων, σ’ αυτό που ονομάζει ουδέτερο. Μια απομάγευση του κόσμου που βιώνεται και ως μια επανεύρεση του κόσμου. Σ’ αυτή την «οδό της απώλειας» ο κόσμος αποκαθίσταται στην αντικείμενη θέση του, στην υλική του συγχώρεση. Και πάλι το πράγμα να μένει ανέγγιχτο. «Εφόσον το σκοτάδι δεν μπορεί να φωτιστεί, το σκοτάδι είναι τρόπος ζωής». Σ’ αυτό το σκοτάδι η Α.Γ. αναγνωρίζει την αγάπη, το άγνωστο, τη ζωή. Μια ζωή παραιτημένη απ’ τον εαυτό της, απ’ τα είδωλα του Εγώ και του Εσύ. Αυτή μόνο η έλξη του Άλλου. «Παραιτούμαι, και να που στο αδύναμο χέρι μου ο κόσμος χωρά».
   Η Λισπέκτορ, στα κατά Α.Γ. πάθη της, καταθέτει, για άλλη μια φορά, σελίδες αποσβολωτικής ομορφιάς αλλά κι ακέραιης οδύνης. Μια ιδιαίτερη, σαγηνευτική γραφή που εκτίθεται στα καταγωγικά της σκοτάδια μαρτυρώντας την αλήθειά τους. Τίποτε δεν διασώζεται απ’ αυτόν τον όλεθρο. Τίποτε! Τα ίχνη μόνο μιας συγκίνησης μοναδικής.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου